Αναμνήσεις 

Ένας σοφός Έλληνας, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, έγραψε πως, η αρχή του γήρατος είναι όταν ό άνθρωπος αρχίζει να ασχολείται με το παρελθόν. Προσωπικά δεν αμφιβάλλω ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά απεναντίας το βρίσκω και πολύ φυσικό. Αν η ζωή είναι σαν ένα μυθιστόρημα, τότε ο συγγραφέας, αφού καταγράψει όλα τα κεφάλαια, πρέπει να κάμει την ανακεφαλαίωση. Και, όπως είναι φυσικό, η ανακεφαλαίωση μιας ζωής δεν μπορεί να γίνει παρά, όταν ο άνθρωπος αποσυρθεί από την ενεργό δράση, όταν πάψει να προσθέτει σ’ αυτήν νέα κεφάλαια.
Το θαυμαστό είναι ότι η οικονομία της φύσεως, ενώ, με την αρχή του γήρατος μειώνει τις αισθήσεις, τη μνήμη και τις άλλες λειτουργίες, απεναντίας ζωντανεύει και χρωματίζει το παρελθόν, το φρεσκάρει, το φέρνει μπροστά σου ολοζώντανο, σαν να ήταν χτες που έγιναν όλα αυτά που τα έζησες πριν εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα χρόνια!
Ορισμένες σκηνές παρουσιάζονται τόσο ζωντανές, τόσο νοσταλγικές, τόσο εξωραϊσμένες, που δεν μπορείς ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να τις μεταφέρεις στο χαρτί, με όση  τελοσπάντων τέχνη είσαι προικισμένος.

Το περιβόλι του πατέρα μου

Εκείνο το περιβόλι ανήκε πράγματι αποκλειστικά στον πατέρα μου, γιατί όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, από πέντε χρονών περίπου, εκεί περνούσε τις μέρες του, είτε χειμώνας ήταν είτε καλοκαίρι. Το χειμώνα, καθώς ήταν επικλινές προς τα ανατολικά, όλη τη μέρα το έλουζε ο ήλιος. Ο πατέρας το είχε περιφραγμένο με τέσσερις σειρές αγκαθωτό σύρμα, με μεγαλύτερη προσοχή από την πλευρά του δρόμου, που περνούσαν τα γίδια των χωριανών, το πρωί που έβγαιναν στη βοσκή και το βράδυ που γύριζαν στο χωριό.

Τον καιρό της Αντίστασης το σύρμα έγινε τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνούν τα αντάρτικα τμήματα και το περιβόλι έμεινε «λάκκα», όπως έλεγε η μάνα μου. Αναγκάστηκαν να το περιφράξουν με παλιούρια και άλλους αγκαθωτούς θάμνους. Κάθε τόσο όμως οι γίδες των χωριανών που σκαρφάλωναν εκεί, άνοιγαν τρύπες, και εμείς ξαναβάζαμε καινούργια παλιούρια, δουλειά να μη μας λείπει…

Το χειμώνα, κατά τι εννιά, όταν ο ήλιος έδινε καλά και ζεσταινόταν το προσήλιο, ο πατέρας έπαιρνε τις 4-5 γίδες που διατηρούσαμε στο στάβλο και τις ροβολούσε στο λαγκάδι, που κατέληγε το περιβόλι, για να βοσκήσουν τρυφερό βάτο, φιλίκι και απάτητο χόρτο που υπήρχε εκεί. Όσο οι γίδες κορφολογούσαν, εκείνος έφερνε ένα γύρω το περιβόλι με αργά, προσεχτικά βήματα και κατόπτευε τα πάντα. Στις τσέπες του ημίπαλτου που φορούσε τέτοια εποχή είχε όλα τα εργαλεία: Ψαλίδι, σουγιά, μελισσοκέρι και σπάγκους για εμβολιασμούς και άλλα μικροπράγματα. Εδώ κλάδευε μια αγριογκορτσιά που είχε αναπτυχθεί στο φράχτη και έπειτα την εμβολίαζε με προσοχή. Παραπέρα, άφηνε τα ψαλίδια και έπιανε το σκαπάνι που είχε πάντα εκεί, για να σκαλίσει τα νέα δενδρύλλια που τα έπνιξαν τα αγριόχορτα. Όλα αυτά, ώσπου να περάσει κάποιος χωριανός, σκασμένος κι εκείνος για κουβέντα.


Άφηνε τότε κατά μέρος τα εργαλεία, τον καλούσε να περάσει μέσα από την πορτούλα που είχε αφήσει στην κορυφή του περιβολιού, έστρωνε σε μέρος προσηλιακό και στεγνό το ημίπαλτο, καλούσε να καθίσει δίπλα και ο συνομιλητής του και άρχιζαν την ατέλειωτη συζήτηση. Συζήτησε για τη πολιτική κατάσταση, για τα κοινοτικά, για το ένα και για το άλλο, συνήθως ως το μεσημέρι! Τότε ο γείτονας έκανε πως ανησυχούσε γιατί, κουβέντα την κουβέντα, τον πήρε το μεσημέρι, και έπρεπε να πάει στο χωράφι που τον περίμενε από την αυγή η γυναίκα του! Μάζευε και ο πατέρας τις γίδες και επέστρεφε στο σπίτι.


Στο κάτω μέρος του περιβολιού ανάβλυζε αρκετό νεράκι χειμώνα καλοκάιρι. Εκεί ο πατέρας άνοιξε ένα αβαθή πηγάδι, ως ενάμισο μέτρο βάθος, και με το νερό του πότιζε όλο το καλοκαίρι φασολάκια, ντομάτες, μελιτζάνες και άλλα ζαρζαβατικά. Το καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες, πριν αδειάσει το πηγάδι για πότισμα, έμπαινε μέσα και έπαιρνε ένα κρύο μπάνιο. Ύστερα το άδειαζε με τον τενεκέ, έριχνε το νερό στο αυλάκι και πότιζε τα ζαρζαβατικά του. Όταν είχα μεγαλώσει κάπως, ακολουθούσα τον πατέρα μου στο περιβόλι και, όταν άδειαζε το πηγάδι από το νερό, έμπαινα κι εγώ μέσα και προσπαθούσα να βγάλω από τις τρύπες τα καβούρια, που ήταν πάρα πολλά. Κάποτε κατέβηκα στο ποτάμι, έπιασα μερικά ψάρια και τα έριξα στο πηγάδι για να … πολλαπλασιαστούν! Σε λίγες μέρες τα είχαν καταβροχθίσει όλα τα καβούρια.
Το καλοκαίρι στο περιβόλι εύρισκες όλων των ειδών τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Σταφύλια, σύκα, αχλάδια, κυδώνια, ντομάτες, φασολάκια, μελιτζάνες και άλλα. Όταν τον πατέρα τον πήραν τα χρόνια, το περιβόλι του άρχισε κι εκείνο σιγά σιγά να φτωχαίνει, ώσπου, με τον καιρό διαλύθηκε και έγινε ένα χέρσο χωράφι.


Το χειρότερο είναι πως, όταν ανεβαίνω στο χωριό και το μάτι μου πέφτει προς το μέρος του, με αναστατώνει. Δεν ξέρω αν είναι γιατί μου ξυπνάει τόσες αναμνήσεις ή γιατί καταστράφημε μια ωραία εικόνα των παιδικών μου χρόνων.

Το σπίτι της μανιάς Τίγκαινας

Ένα δυο χρόνια πριν πάω στο σχολείο, την άνοιξη οι γονείς έβγαιναν στη δουλειά, στα χωράφια και στ’ αμπέλια, από το πρωί ως το βράδυ. Η μάνα μου γέμιζε το σακκούλι με το φαϊ της μέρας, μου το περνούσε στο λαιμό, έπαιρνα και το μικρότερο αδερφό μου από το χέρι και γραμμή για το σπίτι της μανιάς της Τίγκαινας, να περάσουμε τη μέρα. Παίρναμε τον ανήφορο από την πλατεία και σε δέκα λεπτά το πολύ,νάμαστε στην αυλή της μανιάς μας.
Το σπίτι της μανιάς βρισκόταν στα ψηλώματα του χωριού και από εκεί παρατηρούσε με ευκολία την κίνηση του κάτω χωριού. Μόλις λοιπόν εμείς βγαίναμε από το σπίτι μας και φτάναμε στην εκκλησία, η μανιά μάς έβλεπε και περίμενε στην αυλόπορτα. Μας μάζευε μέσα και άρχιζε τα χαϊδολογήματα και τις περιποιήσεις.
Το σπίτι της μανιάς δεν ήταν σαν τα άλλα, τουλάχιστο σαν τα περισσότερα του χωριού. Ισόγειο, ως διόμισι μέτρα ύψος, χωρίς ταβάνι και οι τοίχοι του πλεγμένοι με βέργες (πλοκό) και μέσα έξω αλειμμένοι με κόκκινο χώμα.

Έμπαινες σε ένα μικρό διάδρομο, που χώριζε το σπίτι στα δυο. Ανατολικά ένα μεγάλο δώμα, που χρησίμευε για υπνοδωμάτιο, κουζίνα, τραπεζαρία και άλλες χρείες της οικογένειας. Δεξιά άλλο δώμα, που ήταν μαζί αχυρώνας, στάβλος του γαϊδάρου και των 3-4 κατσικιών που διατηρούσε. Το χειμώνα με τις μεγάλες παγωνιές, η μανιά έβαζε σε μια γωνιά του στάβλου της και το μικρό γουρουνάκι που έτρεφε, να μην ξεπαγιάσει.

Το δωμάτιο που έμενε η οικογένεια δεν είχε τα συνηθισμένα παράθυρα. Είχε δυο μικρά παραθυράκια, στρογγυλά σαν τα φινιστρίνια των καραβιών και το τζάμι τους ήταν ενσωματωμένο στον ξύλινο τοίχο. Το φως που έδιναν ήταν ίσα που να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους. Στην ανατολική πλευρά, σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο, ήταν η φωτογωνιά, χτισμένη με πέτρες ως μισό μέτρο ύψος και εκεί άναβαν τη φωτιά. Ο καπνός ανέβαινε στη στέγη και έβγαινε από τα κεραμίδια. Φυσικά, το εσωτερικό της στέγης ήταν κατάμαυρο από την κάπνα.


Γύρω γύρω σανιδένια ράφια, με τα κουζινικά, με άλλα αντικείμενα και κάτω τα μπαούλα με τα προικιά των κοριτσιών, που χρησίμευαν και για καθίσματα. Εκείνο που δεν ξεκολλάει από τη μνήμη μου είναι ένα μεγάλο κουτί με τις πολλές φωτογραφίες. Ο μακαρίτης ο παππούς ήταν παλιά μετανάστης στην Αμερική και είχε στείλει από εκεί πολλές φωτογραφίες. Αρκετές επίσης φωτογραφίες είχε στείλει και ο μεγαλύτερος γιος της μανιάς μου, ο Βαγγέλης, όταν υπηρετούσε στη χωροφυλακή. Εκείνος είχε πεθάνει νωρίς και εγώ δεν τον θυμήθηκα. Κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι της μανιάς, καθόμουν με τις ώρες και χάζευα εκείνες τις φωτογραφίες. Τις αναζήτησα μετά τον εμφύλιο, αλλά δεν βρέθηκε καμία. Τις πήραν , μου είπε η μανιά. Σε ποιον χρησίμευαν οι ξένες φωτογραφίες;

Η … τραπεζαρία αποτελούνταν από μια χαμηλή τάβλα και μερικά σκαμνάκια, τοποθετημένα μπροστά στη γωνιά. Στον τοίχο, πίσω από τη γωνιά, ήταν μόνιμα κρεμασμένο το γκαζοκάντηλο, που το άναβαν όταν νύχτωνε. Τα τελευταία χρόνια εκείνο αντικαταστάθηκε με μια γκαζόλαμπα, που έδινε περισσότερο φως.

Ολόκληρο το σπίτι της μανιάς μου στηριζόταν σε ξύλινους πασσάλους, που, με τον καιρό, άρχισε η βάση τους να σαπίζει και το σπίτι να γέρνει προς την κατηφόρα. Για να μην πέσει, έβαζαν στηρίγματα (φούρκες) κάθε τόσο σε διάφορα σημεία.

Στη γειτονιά της μανιάς μου ζούσε τον καιρό εκείνο ένας ατίθασος νέος, ο Γιώργος, που χειρότερος από κείνον στο χωριό δεν υπήρχε!
Αυτός, μανούλα μ, δεν αφήνει πέτρα απάν’ την πέτρα, έλεγε η μανιά και κάθε τόσο μας διηγούνταν τα παθήματά της.

Μια φορά, λέει , άνοιξε τρύπα στον πλοκό, έβαλε το χέρι του μέσα, ξεκρέμασε την καραρμπίνα του μακαρίτη του παππού και την πήρε. Αφού έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο από τον αστυνόμο, τη έφερε, σαν καλός νοικοκύρης! Μια άλλη φορά τον έδειρε άγρια ο πατέρας του και τον έδιωξε από το σπίτι μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα. Μην έχοντας πού να περάσει τη νύχτα, τρύπωσε στο στάβλο της μανιάς, έβγαλε το γουρουνάκι από το τσουβάλι και μπήκε μέσα ο ίδιος. Το γουρούνι κρύωσε και άρχισε να γρυλίζει δυνατά. Πήγε η μανιά να δει τι συμβαίνει και βλέπει το γουρούνι να διαμαρτύρεται γυμνό και το Γιώργο να τρέμει από το κρύο μέσα στο τσουβάλι.

Το σύμμασα στο σπίτι το ξιπατουμένου, το λυπήθ’κα, τι να το ‘κανα, έλεγε η μανιά, κι εμείς ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια.
Η οικογένειά μας είχε σύγχρονο για την εποχή του σπίτι, διώροφο, με μεγάλα φωτεινά παράθυρα, τζάκια και άλλες …ανέσεις. Εμένα όμως η ψυχή μου είχε μείνει σ’ εκείνο το ξυλόσπιτο της μανιάς μου και δεν έχανα ευκαιρία να το επισκέπτομαι και να το περιεργάζομαι. Είχε κάτι το απόκοσμο και το μαγικό που αιχμαλώτιζε την παιδική ψυχή μου.
Το σπίτι εκείνο κατεδαφίστηκε περί το 1952, η εικόνα του όμως με όλες τις λεπτομέρειες έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου, σχεδόν εβδομήντα χρόνια τώρα!

Στο Παλιοχώρι (Παλιοζωγλόπι)

Μέχρι το 1945 περίπου όλες οι οικογένειες του χωριού το καλοκαίρι, κατά τις είκοσι Ιουλίου, έβγαζαν τα παιδιά με τους γέρους στο Παλιοζωγλόπι για παραθέριση. Όσοι ήταν ικανοί για δουλειά, παρέμεναν στο κάτω χωριό και ανέβαιναν στο Παλιοζωγλόπι-οι χωριανοί το έλεγαν Παλιοχώρι- μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες γιορτές.


Ο πατέρας μου είχε στήσει ένα καλυβάκι στη ρίζα μιας μεγάλης καρυδιάς και εκεί μας έβγαζαν για παραθέριση με συνοδεία τη μανιά μας, τη Γριβέλλαινα. Το θυμάμαι καλά εκείνο το καλυβάκι. Αν και ήμουν 8-10 χρονών, έσκυβα για να μπω μέσα. Περισσότερο έμοιαζε με καταφύγιο! Η μανιά περιποιόταν το κήπο με τα φασολάκια, τις κολοκυθιές και άλλα ζαρζαβατικά, τον πότιζε ταχτικά, τον σκάλιζε και πρόσεχε να μην τον χαλάσουν οι γίδες! Κατά τα άλλα περνούσε καλά. Εκεί δίπλα είχε τη δική του καλύβα ο αδερφός της ο Γιώργος και ο ανηψιός της ο Μάρκος που έμεναν εκεί με τις οικογένειές τους. Η μανιά, αφού μαγείρευε, ό,τι τελοσπάντων έστελναν από το χωριό ή τα φασολάκια και τα κολοκυθάκια από τον κήπο, περνούσε την υπόλοιπη μέρα της στο κουβεντολόι με τους συγγενείς της.


Δική μου φροντίδα ήταν οι γίδες. Είχαμε 3-4 γίδες, γαλάρες καλές, που με τη άφθονη και καλής ποιότητας τροφή που εύρισκαν στο Παλιοζωγλόπι και με το δροσερό περιβάλλον, έδιναν άφθονο γάλα, που μας έφτανε και μας περίσσευε. Το πρωί τις έβγαζα στη μηλιά του Πόλκου, κι εκείνες κατέβαιναν το μονοπάτι που είχαν οι ίδιες χαράξει, περνούσαν το νεραύλακο του Τσαγκάρη και κατέβαιναν στο ποτάμι. Αφού έπιναν δροσερό νεράκι, ανέβαιναν την απέναντι πλαγιά, βόσκοντας στο «Καμένο», και έφταναν ως τη ράχη. Στην ίδια πλαγιά έβγαζαν τις γίδες τους και άλλα γειτονόπουλα ή από άλλες γειτονιές. Ο υπόλοιπος χρόνος ως το μεσημέρι, ήταν ολοδικός μας. Αρχίζαμε το παιγνίδι από την αυλή του Προφητηλία και φτάναμε ως κάτω στου Φραγκούλη. Παιγνίδι απόλαυση! Και τι δεν παίζαμε: την πόλη, κυνηγητό, σκατούλια, αντάρτες και Γερμανοί και άλλα πολλά. Είχαμε όμως το νου μας και στις γίδες, μην έρθουν αποδώθε και μπουν σε κανέναν κήπο! Καθένας από εμάς επισκοπούσε την απέναντι πλαγιά με προσοχή, να δει πού βρίσκονται οι γίδες του ή ν’ακούσει το χαρακτηριστικό ήχο κάποιου κουδουνιού.
Το μεσημέρι οι γίδες χορτασμένες κατέβαιναν στο ποτάμι, ξανάπιναν νερό και επέστρεφε κάθε κοπαδάκι στη αυλή του, με τα μαστάρια τους γεμάτα γάλα. Εμείς τις περιμέναμε να τις μαζέψουμε, μη μπουν στους κήπους των χωριανών, γιατί, όσο χορτασμένες κι αν ήταν, τους κήπους ποτέ δεν τους …περιφρονούσαν. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβανόταν και το απόγευμα, όταν έπεφτε ο ήλιος, κατά τις πέντε.


Όσο οι γίδες ήταν δεμένες στα παλούκια τους, εμείς ήμασταν ελεύθεροι. Πριν καταπιαστώ με ό,τιδήποτε άλλο, έπρεπε να φέρω κρύο νερό της μανιάς μου. Κάθε φορά, μόλις έδενα τις γίδες στα παλούκια τους, άκουγα την ίδια πάντα παράκληση:
Άντι, χρυσέ μ’, πάρι του λαϊνι, να φέρ’ς κρύο νερό απ’ τη βρύση. Άντι να ζή’εις χίλια χρόνια!

Εκείνο το λαγήνι με ξεθέωνε όσο να βγάλω τον ανήφορο, αλλά το έκανα ευχαρίστως, γιατί μετά θα ήμουν ελεύθερος. Ροβολούσα στο λαγκάδι που οδηγεί στη βρύση του Τσιόκη, έπαιρνα το δρομάκι απέναντι και πήγαινα στο καλύβι της άλλης μανιάς μου, της Τίγκαινας, να παίξω με τα Παδημητρούλια. Η μανιά είχε μεγαλύτερο από το δικό μας και πιο περιποιημένο καλύβι και απέξω είχε μια μεγάλη κρεβάτα, στρωμένη με ελατόμπατσες. Σε απόσταση λίγων μέτρων ήταν το σπίτι του Θύμιου Παπαδημητρίου, σπίτι με δυο πατώματα: ισόγειο που χρησίμευε για μαγειρείο και όροφο που έμενε η οικογένεια. Εγώ τότε το έβλεπα σαν παλάτι! Πέρσι, που πήγα στα εγκαίνια του μουσείου Φλωράκη, είδα εκεί δίπλα ό,τι απόμεινε από το παπαδημητραίικο. Μονομιάς ξύπνησαν παλιές μνήμες, ζωντάνεψαν τα πρόσωπα που ζούσαν εκεί, ο Θύμιος, η μάνα του, η Γιάννενα- όπως την έλεγε η μανιά μου- η μειλίχια Σταμάτω και τα παιδιά: η Βικτώρια, η συνομήλική μου Φροσύνη, και οι μικρότεροι, η Ισμήνη, ο Γιάννης. Στο πίσω μέρος ήταν το σπίτι του Βαγγέλη Παπαδημητρίου- νομίζω πως τα χώριζε μεσοτοιχία-και τα παιδιά που παίζαμε, ο Λεωνίδας, ο Νίκος, και απέναντι, στο καλύβι του Βαγγέλη Νασιάκου, θυμάμαι εκεί τη Μαρίτσα, που ήταν περίπου συνομήλική μου. 

Το παπαδημητραίικο, που την εποχή εκείνη το έβλεπα αρχοντόσπιτο, τώρα πια φαινόταν ξεφτισμένο, μικρό, συρρικνωμένο, θλιβερό απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Έμοιαζε κι’ εκείνο ν’ απορεί, γιατί στέκεται ακόμα εκεί, σε μια άλλη εποχή και σ’ έναν κόσμο αλλιώτικο.
Οι θειάδες μου, η Αγόρω και η Φώτω ήταν τότε ανύπαντρες και, μαζί με τα άλλα μεγάλα κορίτσια της γειτονιάς, την Ελένη και την Αγλαϊα, την Τασία, τη Γιαννούλα και τη Μαρία του μπαρμπα-Μιχάλη και άλλες που δεν θυμάμαι, συγκεντρώνονταν κάθε μέρα σχεδόν κάτω από μια σκιερή καρυδιά και κεντούσαν ή έπλεκαν, τραγουδώντας τα τραγούδια της εποχής, και ο τόπος αντηχούσε από τα κοριτσίστικα τραγούδια και τα γέλια. Εμείς οι μικροί πλησιάζαμε σε κάποια απόσταση, κάναμε πως παίζουμε, αλλά κρυφοκοιτάζαμε με το αυτί τεντωμένο ν’ακούμε τα πάντα.
Για μας που έχουμε κάποια ηλικία, το Παλιοζωγλόπι είναι… απαγορευμένη περιοχή, γιατί οι μνήμες ξεπηδούν σαν χείμαρρος και σου προσφέρουν τόσες  συγκινήσεις που σου σφίγγουν επικίνδυνα την αναπνοή.-

Στον Προφητηλία

Ο Προφητηλίας ήταν γείτονάς μας στο Παλιοζωγλόπι. Το καλύβι που παραθερίζαμε βρισκόταν στο νότιο αντέρεισμα του λόφου που βρίσκεται το ξωκκλήσι του. Το προαύλιό του ήταν ο μόνιμος χώρος των παιγνιδιών μας. Συγκεντρωνόμασταν εκεί, εκτός από τα παιδιά της γειτονιάς μας, και άλλοι πολλοί, ακόμα και από τον Κάτω μαχαλά, όταν  βγάζαμε  τις γίδες στο «Καμένο», στον Πέρα Μαχαλά. Στο μαγευτικό εκείνο τοπίο κάναμε το καλύτερο παιγνίδι. 
Ομαλός ο χώρος γύρω από την εκκλησία ως κάτω στου Φραγκούλη, μας προστάτευε από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού με τις υψηλόκορμες βελανιδιές, τις καστανιές και τα αραιά έλατα και, όταν ανάβαμε από το παιγνίδι, μας δρόσιζε το ελαφρό αεράκι που έρχονταν από τη ρεματιά, από τα Κραμβιά και από τον Ίταμο. Είναι ο χώρος που μάγευε πάντα τα παιδιά, που γοήτεψε τόσο και το Χαρίλαο, που εκεί αναζήτησε και την αιώνια ανάπαυση.

Ενώ συνήθως με τρόμαζαν τα μισοσκότεινα ξωκκλήσια με τις αγριωπές μορφές των Αγίων, που φάνταζαν απειλητικές και ποτέ δεν έμπαινα μόνος μου, με τον Προφητηλία είχα αναπτύξει μια οικειότητα! Τον θεωρούσα, κατά κάποιον τρόπο, δικό μου άνθρωπο, σαν τον παππού μου, ας πούμε. Στεκόμουν μπροστά στην εικόνα του και παρατηρούσα τη γαλήνια μορφή του με την κάτασπρη γενειάδα, αλλά προπαντός  θαύμαζα το πύρινο εκείνο άρμα που τον ανέβαζε στον ουρανό. Τέτοια μόνο ο Θεός κάνει, σκεφτόμουν. Πού να φανταζόμουν τότε τα Κανάβεραλ και τα Κοζλοντούι!


Πέρασαν από τότε εξήντα πέντε πάνω κάτω χρόνια και ,σχεδόν κάθε καλοκαίρι, κατηφορίζω από τον Ίταμο, αφήνω το αυτοκίνητο στη Δέση και παίρνω το δυτικό μονοπάτι που οδηγεί κατ’ ευθείαν στην αυλή του Προφήτη. Νιώθω σαν να επισκέπτομαι δικό μου άνθρωπο από τα παλιά. Καθώς παρατηρώ την εικόνα του, μου έρχεται να τον ρωτήσω: Εσύ που στον καιρό σου ήσουν μεγάλος προφήτης, βλέπεις κανένα φως στο τούνελ για τη χώρα που αιώνες σε φιλοξενεί; Αλλά οι προφήτες δεν απαντούν πια.-

Ο Χαρίλαος

Αυτή είναι σχετικώς πρόσφατη ανάμνηση. Πριν δέκα περίπου χρόνια έλαβα από το φίλο πρόεδρο του συλλόγου σαρακατσάνων μια πρόσκληση για να παραστώ στο Πανελλήνιο Συνέδριο Σαρακατσάνων, που θα γινόταν στην Αθήνα, στο Πολεμικό Μουσείο. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να τακτοποιήσω και κάποιες άλλες δουλειές που είχα στην πρωτεύουσα και έτσι την καθορισμένη μέρα βρέθηκα στο Πολεμικό Μουσείο.

Στη μεγάλη συνεδριακή αίθουσα δεν έπεφτε βελόνι. Βρήκα τελοσπάντων μια θέση προς το τέλος και κάθισα, εν τω μέσω μουστακαλήδων σαρακατσάνων από όλη την επικράτεια! Στην πρώτη σειρά των επισήμων κάθονταν υπουργοί, βουλευτές και άλλοι σημαντικοί παράγοντες των σαρακατσάνων και στη μέση βλέπω το Χαρίλαο. Δεν πίστευα στα μάτια μου!
Για να διασκεδάσω την υπόθεση, ρωτώ τον ηλικιωμένο σαρακατσάνο που καθόταν δίπλα μου:
Εκείνος εκεί μπροστά, δε μοιάζει με το Φλωράκη;
Με κοίταξε με αγριεμένο βλέμμα ο σαρακατσάνος.
Αυτός μας κατάσφαξε! λέει.
Κάποιο λάθος κάνεις, του απαντώ. Αν ήταν έτσι, θα τον είχαν στη μέση υπουργοί και βουλευτές και να γλυκοκουβεντιάζουν;
Με κοίταξε καχύποπτα και δεν ξαναμίλησε ο σαρακατσάνος.
Στο διάλειμμα πήγα μπροστά και χαιρέτισα το Χαρίλαο. Ήταν εγκάρδιος.
Πού ‘σαι Γριβέλλα, μου λέει. Να μη φύγεις, σε θέλω.
Ξανακάθισα στη θέση μου και όλη την ώρα σκεπτόμουν, τι να με θέλει ο Χαρίλαος. Στο επόμενο διάλειμμα τον συνάντησα στο διάδρομο.
Ξέρεις τι σε ήθελα; λέει. Ήθελα να σε ρωτήσω, αν ο Καλόερος στο Παλιοζωγλόπι έχει ακόμα νερό!
Σκέφτηκα πως αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει πολύ τον τόπο του, για να ενδιαφέρεται τόσο για τα μικρά και ασήμαντα.