Ο Αλή πασάς στη Θεσσαλία

Η ιστορία του Αλή πασά του Τεπελενλή, εκτός από ενδιαφέρουσα, είναι και περίπλοκη. Στην αινιγματική προσωπικότητά του δόθηκαν από τους ιστορικούς, αλλά και από πρόσωπα που είχαν άμεση σχέση μαζί του αντιφατικές ερμηνείες. Άλλοι τον παρουσιάζουν ως αιμοσταγή τύραννο χωρίς ηθικές αναστολές και άλλοι ως πολιτική και στρατιωτική μεγαλοφυία. Ορισμένοι υπερέβησαν τα εσκαμμένα και τον χαρακτήρισαν ως «Λιοντάρι των Ιωαννίνων», «Λιοντάρι της Ηπείρου», «Διαμάντι των Ιωαννίνων» κ.ά.

Αναμφίβολα ο Αλής συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς. «Με τη βία και το έγκλημα έγινε πασάς στα Γιάννενα. Δημιούργησε στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «κράτος εν κράτει» και απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί μία τριακονταπενταετία», γράφει ο Ευριπίδης Αντωνίου. [1]

Η σταδιοδρομία του Αλή στα ταραγμένα χρόνια του τέλους του 18ου και του πρώτου τέταρτου του 19ου αιώνα υπήρξε αλματώδης. Το 1875 διορίσθηκε από την Υψηλή Πύλη αρχηγός στα περάσματα και στα στενά της Ρούμελης (Ντερβεντζήμπασης) με αποστολή να πατάξει τη ληστεία και να επιβάλει την τάξη στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων, Μετσόβου, Τζουμέρκων, Τρικάλων που μαστίζονταν από τη ληστεία, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ο Αλής επιδόθηκε με ζήλο στην αποστολή του και, βοηθούμενος και από τους χριστιανούς κατοίκους, σε σύντομο χρονικό διάστημα εξόντωσε τις ληστοσυμμορίες των τουρκαλβανών και επέβαλε την τάξη στην περιοχή.

Με τη σπάνια ικανότητά του στη μεταχείριση των ανθρώπων, την υποκρισία, την κολακεία, το δόλο και την ασυνήθιστη ωμότητά του, σε σύντομο χρονικό διάστημα εκτόπισε ή εξόντωσε τους τουρκαλβανούς πασάδες της Ηπείρου και αναδείχτηκε πασάς των Ιωαννίνων και τοποτηρητής της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Ρούμελης. Άλλοτε με την εξαγορά και άλλοτε με την απειλή και την ωμή βία εκτόπισε τους Τούρκους τσιφλικάδες της Θεσσαλίας και καρπώθηκε ο ίδιος τα τσιφλίκια τους. Με τον ίδιο τρόπο κατάργησε την αυτονομία που απολάμβαναν τα ορεινά και ημιορεινά χωριά της επικράτειάς του και τα μετέβαλε και εκείνα σε τσιφλίκια του.

Την εποχή της παντοδυναμίας, που απέκτησε την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα, οραματίστηκε την αποστασία του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ίδρυση δικού του κράτους αποτελούμενου από όλες τις εθνότητες της Βαλκανικής χερσονήσου και κυρίως από Αλβανούς και Έλληνες. Οι τελευταίοι ήταν και το πιο εύρωστο και δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού. Αν και μουσουλμάνος, με το ισλάμ δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις, συνήθιζε δε να λέει με κυνικότητα: « Και ο Μωχαμέτης και ο Χριστός προφήτες του Θεού είναι, εδώ όμως στα Γιάννενα προφήτης είμαι εγώ! ». 

Προικισμένος με σπάνια ευφυία προχωρούσε στην πραγματοποίηση του ονείρου του με προσεκτικά βήματα. Έδειχνε απόλυτα αφοσιωμένος στην Υψηλή Πύλη, ενώ παράλληλα επιδίωκε την ευμένεια υψηλόβαθμων Τούρκων υπαλλήλων με δωροδοκίες, προσέλκυε στην αυλή του Έλληνες και άλλους βαλκάνιους καπεταναίους και κοτσαμπάσηδες, μετακαλώντας ευρωπαίους αξιωματικούς για να εκπαιδεύουν το στρατό του, καλλιεργώντας τα γράμματα και, προπαντός, κατασκευάζοντας μεγαλόπνοα έργα: δρόμους, γεφύρια κ.ά. και εγκαθιστώντας φρουρές στα περάσματα, ώστε το εμπόριο και η επικοινωνία να διεξάγονται ανεμπόδιστα.

Ιδιαίτερα ευνοήθηκε από την ήττα του Ναπολέοντα, όταν εκατοντάδες αξιωματικοί του γαλλικού στρατού διασπάρθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί από εκείνους προσλήφθηκαν από τον Αλή, με καλούς μισθούς, και εκπαίδευσαν το στρατό του στη σύγχρονη πολεμική τακτική.

Την εποχή του Αλή έγιναν τα πρώτα σημαντικά έργα στη Θεσσαλία, τα οποία βελτίωσαν τις συγκοινωνίες και εμπέδωσαν ασφάλεια στους κατοίκους, ενώ βοήθησαν τη διεξαγωγή του εμπορίου. Χαρακτηριστικό έργο είναι η λουτρόπολη του Σμοκόβου, η οποία κατασκευάσθηκε με έξοδά του, έκτισε εκεί ιδιόκτητο πύργο και κάθε καλοκαίρι έκανε λουτροθεραπεία.

« Οι λουτρικές εγκαταστάσεις γνωστές ως «Λουτρά του Αλή» και του «Μαχμούτ» λειτούργησαν με την ίδια μορφή ως το έτος 1928. Στον κώδικα της Μονής Παναγίας της Προυσιώτισσας υπάρχει σημείωμα, στο οποίο αναγράφεται ότι « κατά το 1817 έτος από Χριστού, ήτοι 1817 Ιουλίου 28, εν ημέρα Σαββάτω ήλθεν εις τη κωμόπολιν Καρπενησίου ο υψηλότατος ηγεμών Ιωαννίνων Βεζύρ Αλή Πασάς ο Τεπελένιος, όπου διατρίψας ημέρας έξ, εξ ων την μίαν ημέραν επέρασεν εις το χωρίον, το λεγόμενον Νόστιμον, εις τον οίκον των δύο θετών αυτού υιών και εκείθεν μετέβη εις Νέας Πάτρας (Υπάτη), Ζητούνιον και Λάρισαν και πάλιν εις την εν Ιωαννίνοις καθέδραν του. Η δε εις τα μέρη ταύτα άφιξίς του εγένετο επί τω λουσθήναι εν τοις θερμοίς ύδασι τοις ου μακράν του Σμοκόβου των Αγράφων αναβλύζουσιν » [2]

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, μετά τη λουτροθεραπεία, ο Αλής παραθέριζε επί πολλές ημέρες στη Ρεντίνα, στον πύργο του φίλου του Τσολάκογλου και από εκεί επέστρεφε στην έδρα του, μέσω Φαναρίου και Μετσόβου. Ως ευφυής άνθρωπος γνώριζε ότι απαραίτητος όρος για να αποδώσει η φορολογία ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου στην επικράτειά του. Προς την κατεύθυνση αυτή πάταξε αμείλικτα τη ληστεία, κατασκεύασε οδικά έργα και εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία. Οι οδικοί άξονες: α) Ιωαννίνων – Μετσόβου – Καλαμπάκας – Τρικάλων – Λάρισας, β) Τρικάλων – Πύλης – Άρτας, γ) Μουζακίου – Αργιθέας – Άρτας δ) Καρδίτσας – Σμοκόβου – Ρεντίνας και εκείθεν προς Ρούμελη και ε) Καρδίτσας – Ζωγλοπίου – Ιτάμου και εκείθεν προς Ρούμελη κατασκευάσθηκαν και ασφαλίσθηκαν την εποχή του Αλή. Τα περισσότερα βέβαια έργα έγιναν με αναγκαστική προσωπική εργασία των κατοίκων των όμορων περιοχών. Οι κάτοικοι π.χ. του Ζωγλοπιού αναγκάσθηκαν να επιστρώσουν το δρόμο από τα βόρεια όρια της περιοχής τους (σημερινό Καλλίθηρο) μέχρι τον οικισμό των Γιαννουσαίικων, 20 περίπου χιλιόμετρα, με καρντερίμι (χονδρή πέτρα), με προσωπική τους εργασία. Απομεινάρια του καλντεριμιού εκείνου βρίσκουμε και σήμερα σε ορισμένα σημεία που απέφυγαν την επίσκεψη της μπουλντόζας.

Η μεγαλύτερη αδυναμία του Αλή ήταν η απληστία. Όταν οσμίζονταν το χρήμα, χρησιμοποιούσε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να το αποκτήσει. Σ’ αυτά συγκαταλέγονταν κολακείες, καλοπιάσματα, φυλακίσεις, βασανιστήρια και εξοντώσεις. Είναι γνωστή η περίπτωση του προεστού της Ρεντίνας Δημητρίου Τσολάκογλου από τον οποίο ο Αλής ζήτησε να του …δανείσει 2000 λίρες. Ο Τσολάκογλου απάντησε ότι δεν έχει τόσα χρήματα και ο Αλής τον φυλάκισε στα μπουντρούμια των Ιωαννίνων. Τελικώς ο Τσολάκογλου συγκέντρωσε τα χρήματα και ο Αλής τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στη Ρεντίνα με αλβανική φρουρά, με ανομολόγητο σκοπό να πλουτίσει εκ νέου και να τον φορολογήσει δεόντως με τον ίδιο τρόπο.

Ανακεφαλαιώνοντας την πολιτεία του Αλή στη Θεσσαλία πρέπει να τονίσουμε ότι, παρά την απληστία του και τις ωμότητες που συνήθιζε να διαπράττει εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ωφέλησε την Ελλάδα ποικιλοτρόπως: Εμπέδωσε τάξη και ασφάλεια στην επικράτειά του με αποτέλεσμα να εποικισθεί ο τόπος και να αναπτυχθεί η καλλιέργεια της γης και το εμπόριο. Εκπαίδευσε τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της επανάστασης στην τακτική του πολέμου (Διάκος, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος κ.ά.). Τέλος, απασχόλησε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις στην Ήπειρο κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Η περίπτωση των Ματσουκιωτών ( Μετζικιωτών) των Ιωαννίνων

Όπως αναφέρεται στην αρχή αυτής της εργασίας, ο Αλής, μετά την εγκατάστασή του στο πασαλίκι της Ηπείρου, επιδίωξε να οικειοποιηθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τα πεδινά τσιφλίκια Τούρκων και χριστιανών αδιακρίτως και να καταργήσει τα όποια προνόμια είχαν τα ελεύθερα κεφαλοχώρια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Όταν απέκτησε τη κυριότητα των μεγαλύτερων τσιφλικιών της Θεσσαλίας, διαπίστωσε ότι η περιοχή δεν διέθετε το αναγκαίο εργατικό δυναμικό για την καλλιέργεια της γης. Οι μεγάλες επιδημίες της εποχής, οι επιδρομές, η ληστεία, οι βαριές φορολογίες και οι απηνείς διώξεις εκ μέρους των Τούρκων, συνετέλεσαν στην τρομακτική αραίωση του πληθυσμού, σε βαθμό που ελέχθη ότι: «Ο Πηνειός ρει δ’ερήμου Θεσσαλίας». Για να εποικισθεί εκ νέου η περιοχή και να αποκτήσει έτσι και τα αναγκαία εργατικά χέρια, ο Αλής εφάρμοσε ριζοσπαστικό για την εποχή του σχέδιο: Την εθελοντική και αναγκαστική μετακίνηση εποχιακών εργατών, αλλά και τη μόνιμη μετεγκατάσταση ολόκληρων χωριών από τις άγονες περιοχές της Ηπείρου, στα γόνιμα τσιφλίκια της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μουζακίου Καρδίτσας, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού του είχε προέλθει με τον παραπάνω τρόπο από το Μουζικιέ (Μουζακιά) της Αλβανίας. Οι εποχιακοί εργάτες επιλέγονταν από τον προεστό κάθε επαρχίας και απασχολούνταν στα τσιφλίκια του Αλή, άλλοτε με χλίσχρη αντιμισθία και άλλοτε τελείως δωρεάν, συνήθως κατά την περίοδο της σποράς και του θερισμού. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω επιστολή του προεστού του Καρπενησιού Ιωάννη Χατζόπουλου προς τον Αλή, με την οποία προσπαθεί να δικαιολογηθεί στο βεζύρη για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην εξεύρεση εργατών: 

«Υψηλότατε, εκλαμπρότατε και πολυχρονεμένε ντουβλετλού, μερχαμετλού, βεληγιουναήμ εφέντη μου, οι χρόνοι σου πολλοί και δοξασμένοι από τον μεγαλοδύναμον Θεόν αμήν, αμήν, αμήν.

Με το σκλαβικόν μου αρτσοχάλι κάνω υφαντέν του αυθεντός μου, έλαβα το υψηλόν σου μπουγιουρντί και επροσκύνησα βάζοντας επάνω εις το κεφάλι μου. με προστάζει ο αφέντης μου δια να στείλω να αλλάξω τους εργάτες εις την Πρέβεζα, επειδή οι πρώτοι αρρώστησαν και, κατά την προσταγήν και ορισμόν του αφεντός μου, έτσι έκαμα.

Eστειλα δέκα από τον κασαπά (Καρπενήσι) και δύο έστειλαν οι Βλαχοχωρίτες και τέσσερες οι Σοβολακιώτες και τέσσερες οι Πολιτοχωρίτες. Τώρα ξαναπρόσταξεν ο αφέντης μου δια να αλλαχθούν, περισσότερο σεκλέτι ετράβηξα από το πρώτο. Επειδή ο κατή εφέντης μας τους έδειξε το υψηλόν σου μπουγιουρντί και τους είπε πως δεν είναι προσταγή από τον πολυχρονεμένο αφέντη μας δια να πλερωθούν οι εργάτες και του κάθε ενού το κεφάλι επήρε αέρα και δεν ήθελαν να έλθουν και αν δε μας έκανε γιαρδεμί και ο Ιμπραήμαγας Μπουλούμπασής μας δεν ημπορούσα να ξεκινήσω κανέναν…

Έτος 1801 Σεπτεμβρίου 17
Σκλάβος σου ταπεινός
Ιωάννης Χατζόπουλος [3]»

Η περίπτωση του Ματσουκιού Ιωαννίνων με απασχόλησε πολύ σε προηγούμενη έρευνά μου, διότι, όπως προέκυπτε από επιστολή Ζωγλοπιτών της Κωνσταντινούπολης, 20 Ματσουκιώτες (στην επιστολή αναφέρονται ως Ματζικιώτες) έζησαν επί μακρό χρονικό διάστημα ( 30 χρόνια) στο Ζωγλόπι Καρδίτσας. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζα ήταν η αβεβαιότητα ως προς την καταγωγή των παραπάνω «Ματζικιωτών». Τη λύση έδωσε ο συγγραφέας Δημήτριος Γ.Καλούσιος με το δίτομο περισπούδαστο έργο του: « Το Ματσούκι Ιωαννίνων», το οποίο ασμένως μου απέστειλε και τον ευχαριστώ.

Οι ορεινοί πληθυσμοί των Τζουμέρκων, ύστερα από πολυετή αντίσταση, υποτάχτηκαν τελικά περί το 1460 – 1480 με τη θέλησή τους και διότι δεν είχαν τη δύναμη να αντισταθούν περισσότερο, αλλά κυρίως διότι έπρεπε να κατεβάζουν το χειμώνα τα κοπάδια στον κάμπο (χειμαδιά). Η υποταγή έγινε στη Βαλιδέ χανούμ (βασιλομήτορα) και με τον τρόπο αυτό απολάμβαναν κάποια αυτονομία. [4] Τα ελεύθερα κεφαλοχώρια των Ιωαννίνων, με την αυτονομία είχαν διαιτητικά δικαστήρια από ντόπιους γέροντες, κοινοτική διοίκηση, διόριζαν οι ίδιοι υδρονόμους, αγροφύλακες, επιτρόπους εκκλησιών, εισπράκτορες φόρων, τους εφόρους των σχολείων και τους οπλαρχηγούς. Κανένας Τούρκος υπάλληλος δεν παρέμενε στα κεφαλοχώρια, τα δε τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα δεν μπορούσαν να παρατείνουν τη παραμονή τους. Οι φόροι ήταν μόνο τρεις ( προσωπικός, υποτέλειας, προβατονόμιο)[5]

Τα κεφαλοχώρια των Ιωαννίνων Συρράκο, Καλαρρύτες, Ματσούκι και Μελισσουργοί ανήκαν στην παραπάνω κατηγορία των ελεύθερων χωριών (Ελευθεροχώρια). Όσο ο Αλής έβλεπε ότι τα ελεύθερα χωριά αναπτύσσονταν και προόδευαν, άλλο τόσο άνοιγε η όρεξή του και έβαζε νέους και περισσότερους φόρους. Τέλος το 1803, όταν ο Αλής υπόταξε το Σούλι, βαθμηδόν κατάργησε όλα τα προνόμια των κεφαλοχωρίων και στο εξής και εκείνα, όπως και τα άλλα μέρη, εξαρτιόταν από τις ορέξεις του.[6]

Το νέο επαχθές καθεστώς επηρέασε βαθύτατα την οικονομική και κοινωνική ζωή των Βλαχοχωρίων. Απώλεσαν την ελευθερία τους, διότι σε κάθε χωριό εγκαταστάθηκε ο σούμπασης, ως στρατιωτικός, δικαστικός και οικονομικός εκπρόσωπος του Αλή. Ο τελευταίος επέβαλε την τάξη, συγκέντρωνε τους φόρους, επέβαλε δε και αυστηρές ποινές, όπως φυλακίσεις, διαμονή και διατροφή της φρουράς στο σπίτι του τιμωρούμενου και τέλος έξωση και σφράγιση του σπιτιού. Τελικά και το Ματσούκι έγινε τσιφλίκι του Αλή πασά κατά τον παρακάτω τρόπο, σύμφωνα με τις σημειώσεις του Λήκ:

«Οι πάμπτωχοι Ματσουκιώτες αδυνατώντας να πληρώσουν τα βαριά δοσίματα (τους καταναγκαστικούς φόρους), αναγκάζονται να δανειστούν χρήματα από τα Γιάννενα ή και από αλλού και με τόκο 20%, μερικές φορές και 2% το μήνα. Αλλά με το χρέος αυτό οι οικονομικές δυσχέρειες μεγάλωναν. Μπροστά στο αδιέξοδο μερικοί κάτοικοι έφυγαν προς τα Άγραφα. Όσοι απόμειναν στο Ματσούκι παρουσιάστηκαν στο βεζύρη για να του πουλήσουν ολόκληρο το χωριό και την περιοχή του. Διαπραγματευόμενος ο άπιστος Αλής την αγορά του Ματσουκίου δέχτηκε προκαταρκτικά και υποσχέθηκε εγγράφως να πληρώσει το δημόσιο χρέος του χωριού στους πιστωτές του και να τους καταβάλει 12 πουγγιά. Αλλ’ αφού έγινε κύριος του χωριού, ο βεζύρης μέτρησε μόνο δύο αντί για 12 πουγγιά. Όσον αφορά δε το κοινοτικό χρέος, περιορίστηκε να αποστείλει τους δανειστές στους Ματσουκιώτες που είχαν εκπατρισθεί στα Άγραφα, για να εισπράξουν από εκεί τα οφειλόμενα». [7]

Αυτή την περίοδο και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται παραπάνω εγκαταστάθηκαν οι 20 Ματσουκιώτες στο Ζωγλόπι της Καρδίτσας, το οποίο τότε ήταν εγκατεστημένο στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Παλιοζωγλόπι, ασχολήθηκαν προφανώς με την κτηνοτροφία, τέχνη που γνώριζαν καλά πάππου προς πάππου και παρέμειναν εκεί τριάντα περίπου χρόνια, όπως μας πληροφορεί η επιστολή των Ζωγλοπιτών της Κωνσταντινούπολης, με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

Αφ’ ότου ο Αλής έγινε ιδιοκτήτης του Ματσουκιού αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν και οι εναπομείναντες κάτοικοι, διότι αδυνατούσαν να πληρώσουν τους δυσβάστακτους φόρους, οι οποίοι δεν ήταν ατομικοί – οικογενειακοί, αλλά συλλογικοί -κοινοτικοί. Οι φόροι δηλαδή που πλήρωνε το χωριό, όταν είχε 300 κατοίκους, έπρεπε τώρα να επιμερισθούν στους εναπομείναντες 40 ή 50. Αφού λοιπόν ο βεζύρης διαπίστωσε ότι από τη μετατροπή του Ματσουκιού σε τσιφλίκι όχι μόνο κέρδος δεν προέκυπτε, αλλά έχασε και τα δυο πουγγιά που πλήρωσε για την εξαγορά, δεν έχασε τον καιρό του. Με το παρακάτω έγγραφο, στις 20-3-1818, διατάσσει τους εκπατρισθέντες Ματσουκιώτες να επιστρέψουν στο χωριό τους και επειδή ίσως γνώριζε ότι κανείς Ματσουκιώτης δεν ήταν πρόθυμος να το πράξει και να γίνει δούλος στο τσιφλίκι του, καθιστά υπεύθυνους για την επιστροφή τους προεστούς των χωριών, στα οποία ζούσαν Ματσουκιώτες. 

Το έγγραφο:

Αλίπασιά
«όρισμός του υψηλοτάτου και πολυχρονεμένου
είς ελόγου σας πουλουκπάδες και κολτσίδες μου όσοι ευρίσκεστε άγραφα, άρτα, τρίκαλα, καρπενίση, πατρατζήκι και ιστούνη( Ζητούνι-Λαμία) και πωτονίτζα (Βοδονίτσα): πολλά σας χαιρετώ βλέποντας το πιορτί μου όσοι ματζουκιώτες είναι αυτού φευγάτοι και κάθονται ευθύς να τους συκώσετε να πηγένουν στο χωρίον τους να καθίσουν το γλυγορότερον χωρίς άλλω ότι τζεβάπη δεν μου δίνετε αλώς να μην κάμετε να συκωθούν και όχι άλλω: και αυτού όπου έρχεται ο σοπασίρης μου να τους δόστε στο χέρη τους ρωμέους και να τους φέρει στο χορίον τους κανένας κανείς να μην τους γίννη ότι τζεβάπη δεν μου δίδουν δίχως άλλω

1818 μαρτίου 20: Ιωάννινα
αγιοργίτις και πηλοθίτις να μην γίνει κανένας κανείς κατά την προσταγήν μου ότι τζεβάπη δεν μου δίνετε» [8]

Η παροικία των Ζωγλοπιτών στην Κωνσταντινούπολη

Το Ζωγλόπι, εγκατεστημένο στις βόρειες κλιτύες του Ιτάμου, ήταν το τελευταίο χωριό του νομού Καρδίτσας προς τα ευρυτανικά σύνορα. Κλεισμένο από όλα τα σημεία του ορίζοντα με υψηλές οροσειρές κατάφυτες από έλατα, καστανιές και βαλανιδιές και πλημμυρισμένο από άφθονα γάργαρα νερά, ήταν κυριολεκτικά θαμμένο στο πράσινο. Οι 60 περίπου οικογένειες του χωριού [9] είχαν ως κύρια ασχολία την κτηνοτροφία, αφού καλλιεργήσιμο έδαφος υπήρχε μόνο για κήπους και ορισμένα καρποφόρα δένδρα, κυρίως καστανιές και καρυδιές.

Η ιστορία του χωριού χάνεται στη αχλύ του χρόνου. Κατά τη διάρκεια των αιώνων υπέστη πολλές μετακινήσεις, από τα πεδινά προς τα ορεινά και τανάπαλιν. Η αρχική του θέση, που ανάγεται στην προϊστορική εποχή, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα (νεκρόπολη Στενού και Μυκηναϊκός τάφος Τούμπας) ήταν στην προσχοσιογενή κοιλάδα του Στενού, όπου υπήρχε συνεχής ή εκ διαλειμμάτων οίκηση μέχρι το μεσαίωνα. Εν συνεχεία οι συνθήκες ( επιδρομές, επιδημίες κ.ά.) επέβαλαν τη μετακίνηση του οικισμού προς τα ορεινά, όπου τελικά συγκροτήθηκε ο οικισμός με το δυσετυμολόγητο όνομα Ζωγλόπι. Πότε ακριβώς συγκροτήθηκε ο οικισμός δεν είναι γνωστό, αλλά στους φορολογικούς καταλόγους της οθωμανικής διοίκησης του έτους 1454 – 55 είναι γραμμένος με 60 οικογένειες. Άλλες γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη του οικισμού είναι η «πρόθεση» της Μονής Ρεντίνας του 1640, στην οποία το χωριό αναγράφεται με την ονομασία «Ζουγλόπου» [10] καθώς και επιστολή του Δασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού προς τον επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων Δαμασκηνό, στις 30 Μαϊου 1681, με την οποία αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού:

30 Μαϊου 1681

Β΄φ 101 β Δαμασκηνός Λιτζάς και Αγράφων

Θεοφιλέστατε επίσκοπε Λιτζάς καιΑγράφων, κύριε Δαμασκηνέ, την οφειλομένην σοι αιδώ και ευλάβειαν απονέμομεν.

Καθώς από τον καρπόν το δένδρον γνωρίζεται, ούτω πως έχει ή άλλως, εις τον αυτόν τρόπον και ο άνθρωπος, δέσποτα, εκ των πεσόντων αυτώ έργων και εκ των τρόπων των περί αυτόν τιμάται ή ψέγεται, καθώς και ο Κύριος σαφέστατα εν Ευαγγελίοις παριστά. Αλλά και ο ιερεύς ή ο επίσκοπος εκ της περί των μυστηρίων του Θεού οικονομίας και διοικήσεως γνωρίζεται, ει γνήσιος εστί ή μισθωτός, έχει ακόμη ο αυτός και εικόνα δραγάτου, ότι και καθώς ο δραγάτης κάθεται εφ’ υψηλού τόπου, δια να βλέπει τον κήπον και το αμπέλι καλά, ούτω δη και ο επίσκοπος εις την εκκλησίαν στέκει εις θρόνον υψηλόν, δια να διδάσκει τον θείον λόγον τους χριστιανούς και, να ειπούμεν συντόμως με ένα λόγον το παν, τίθεται εις την εκκλησίαν ο επίσκοπος ως ο λύχνος εις την λυχνίαν δια να φέγγει των χριστιανών την στράταν της αρετής και με τα λόγια του και με τα έργα του.

Ας παγαίνει και η θεοφιλής σου ψυχή εις το χωρίον Ζουγλόπου και ας αγνανεύσει με τον νουν και με το μάτι της ψυχής τον κήπον του Ζουγλόπου, πως τον εκατάστησαν οι κακοί διαβάται, οι δαίμονες, ποταπές πληγές επροξένησαν εις τον κήπον και πόσν μεγάλον χαλασμόν έκαμαν εις το αμπέλι του Χριστού. Έπαρε την πανοπλίαν του Αγίου Πνεύματος και την πνευματική μάχαιραν της ιερωσύνης και δράμε να θεραπεύσεις τας πληγάς και τα τραύματα ακόμη οπού ημπορούσι να θεραπευθούσι, δια να μην ακολουθήσει το χειρότερον [11]

Οι πάμπτωχοι Ζωγλοπίτες, όπως όλοι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, ως μόνη διέξοδο στη φτώχεια τους αναζήτησαν τη μετανάστευση. Η μετανάστευση γινόταν κυρίως προς την πολυάνθρωπη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι γνωστό πότε μετανάστευσαν οι πρώτοι Ζωγλοπίτες στην Κωνσταντινούπολη, αυτή όμως σίγουρα έγινε σταδιακά. Οι πρώτοι μετανάστες μετακάλεσαν κάποιους συγγενείς τους, εκείνοι άλλους και με τον καιρό δημιουργήθηκε ολόκληρη παροικία. Εμείς «ανακαλύψαμε» την ύπαρξη της παροικίας από τον «Ιεροσολυμιτικό Κώδικα» [12]. Ο «Ιεροσολυμιτικός Κώδικας» είναι ένα κατάστιχο εράνων υπέρ του Αγίου Τάφου. Στο κατάστιχο αυτό είναι καταχωρισμένα τα ονόματα αφιερωτών από πολλές χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και της Ηπειρωτικής Ελλάδας, κατά την περίοδο 1542-1630. Όπως αναγράφεται στο απόσπασμα του κώδικα που δημοσιεύθηκε στο «Θ.ΗΜ.», οι Ζωγλοπίτες μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη αναφέρονται ως μέλη της συντεχνίας των ραφτάδων. Το Ζουγλόπου (έτσι είναι καταχωρισμένο στον κώδικα) προφανώς επειδή ήταν μικρό χωριό, αναφέρεται ότι βρίσκεται κοντά στο θεσσαλικό μεγαλοχώρι Φανάρι («Από του Φαναρίου τα μέρη, από του Ζουγλόπου»). Η εγγραφή είναι καταχωρισμένη στα φύλλα 52β και 79β του κώδικα, με εγγραφή πέντε οικογενειών που εργάζονταν ως ραφτάδες «εις του μποϊαντζή τους οντάδες». Τα ονόματα των παραπάνω οικογενειών είναι καταχωρισμένα ως εξής:

« εις του μποϊαντζή τους οντάδες»
Αδελφοί του Αγίου Τάφου μαστόροι από του Φαναρίου τα χωρία, από του Ζουγλόπου.
Μνήσθιτι, Κύριε, τον δούλον Σου Λάμπο ( μάλλον Λάμπρο) του Παρασκευά και η μήτηρ αυτού Θεοδώρα.
Μνήσθιτι, Κύριε, τον δούλον Σου Αποστόλη και ο πατήρ Γεώργης και η μήτηρ Μπίλια και η συμβία και των τέκνων αυτού. 
Ανδρώνης και ο πατήρ Γεώργης και η μήτηρ Ευγενού.
Μανόλης και ο πατήρ Θεόδωρος και η μήτηρ Αυγέρω.
Γεώργης και ο πατήρ Νικόλας και η μήτηρ Πουλουσιάνα από του Ζουγλόπου, Σωτηριάνω (προφανώς Στεργιάνω).

Αν λάβουμε υπόψη ότι τα περισσότερα από τα παραπάνω ονόματα δεν κληρονομήθηκαν στο νεότερο Ζωγλόπι, όπως Παρασκευάς, Μπίλια, Ανδρώνης, Μανόλης, Πουλουσιάνα , πρέπει να συμπεράνουμε ότι ορισμένοι μετανάστες δεν παλιν(ν)όστησαν ποτέ ή ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του Ζωγλοπιού αφανίστηκε ή μετανάστευσε σε άλλες περιοχές εξ αιτίας μεγάλων επιδημιών ή εκτεταμένων ληστειών, ακαταστασιών κ.λ.π., χωρίς να αφήσει απογόνους στο χωριό. Τη θέση τους κατέλαβαν νέοι μετανάστες κυρίως Ηπειρώτες, Ακαρνάνες και Ευρυτάνες. [13]

Η ακριβής χρονολόγηση της παραπάνω εγγραφής στον κώδικα δεν αναφέρεται, από τις εγγραφές όμως των προηγούμενων και των επόμενων φύλλων τεκμαίρεται ότι αυτή πρέπει να έγινε περί το 1550.

Εγκατάσταση των Ματσουκιωτών (Ματζικιωτών) στο Ζωγλόπι

Ένα μέρος των Ματσουκιωτών που εγκατέλειψαν το χωριό τους εξ αιτίας της βαριάς φορολογίας εκ μέρους του Αλή, [14] είκοσι περίπου, όπως αναφέρεται στην επιστολή των Ζωγλοπιτών της Κωνσταντινούπολης – μάλλον πρόκειται για είκοσι οικογένειες και όχι άτομα – εγκαταστάθηκαν στο Ζωγλόπι. Το ερώτημα, γιατί οι Ματσουκιώτες επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασης το Ζωγλόπι, ένα μικρό, ορεινό και άγονο χωριό, μπορεί να απαντηθεί, αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες της αναχώρησής τους από το Ματσούκι. Οι Ματσουκιώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους χωρίς την άδεια του Αλή και πιθανόν νύχτα, βέβαιοι όντες ότι ο Αλής, αργά ή γρήγορα θα τους αναζητούσε, όταν διαπίστωνε την απώλεια εσόδων από τους φόρους. Έπρεπε λοιπόν να εγκατασταθούν σε ένα απόμερο χωριό, αρκετά μακριά από τον τόπο τους, το οποίο να διαθέτει βοσκήσιμη έκταση για τα κοπάδια τους, αλλά και να είναι δύσκολη η ανακάλυψή τους από το βεζύρη. Το Ζωγλόπι της εποχής εκείνης συγκέντρωνε όλα τα παραπάνω προσόντα.

Οι Ματσουκιώτες έκαμαν πατρίδα το νέο τόπο της εγκατάστασής τους και έζησαν αρμονικά με τους ντόπιους Ζωγλοπίτες επί τριάντα περίπου χρόνια, μέχρις ότου ο Αλής, διαπιστώνοντας την παντελή ερήμωση του Ματσουκιού από κατοίκους, τους αναζήτησε, όπου και αν βρίσκονταν αυτοί, σε όλη την επικράτειά του. [15]

« … και αυτού όπου έρχεται ο σοπασίρης μου να τους δόσετε στο χέρι τους ρωμέους και να τους φέρει εις το χωρίον τους και κανένας κανείς να μην τους γίννη ότι τζεβάπι (απολογία) δεν μου δίνουν δίχως άλλο… » [16]

Οι Ματσουκιώτες του Ζωγλοπιού πληροφορήθηκαν εγκαίρως το περιεχόμενο της παραπάνω διαταγής του Αλή και, μια ασέληνη νύχτα, μάζεψαν τα λίγα υπάρχοντά τους, τις φαμελιές και τα κοπάδια τους και έφυγαν κρυφά απ’ όλους προς άγνωστη κατεύθυνση.

Εν τούτοις, άνθρωποι που έζησαν τριάντα χρόνια σε ένα μικρό χωριό δεν ήταν δυνατόν να μη συνάψουν σχέσεις ή συγγένειες με τους ντόπιους. Μια μεγάλη οικογένεια του Ζωγλοπιού, ακόμα και σήμερα διατηρεί την ανάμνηση της καταγωγής της από το Ματσούκι Ιωαννίνων, διότι κάποιος Ματσουκιώτης με το επώνυμο Γριβογιάννης ή Γρυμπογιάννης, παντρεύτηκε κοπέλα από το Ζωγλόπι και εγκαταστάθηκε εκεί. Επίσης στο γειτονικό χωριό Μαστρογιάννη (σημερινός Αμάραντος), υπήρχε το επώνυμο Μαντσίκης, που πιθανολογείται ότι ανήκε σε κάποιον από τους Ματσουκιώτες του Ζωγλοπιού, που πήγε γαμπρός στο Μαστρογιάννη.

Όταν ο άνθρωπος του βεζύρη (σοπασίρης) ήλθε στο Ζωγλόπι για να παραλάβει τους Ματσουκιώτες, δεν βρήκε βέβαια κανέναν και, κατά την προσφιλή του συνήθεια, θεώρησε υπεύθυνους τους δημογέροντες του χωριού και τους έβαλε να πληρώσουν πρόστιμο εφτά πουγγιά.[17] Το ποσόν φυσικά θα επιμερίζονταν στους Ζωγλοπίτες, οι οποίοι, μαστιζόμενοι από τη φτώχεια, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Για να βγουν από την απελπιστική κατάσταση, αποτάνθηκαν στους ξενιτεμένους στην Κωνσταντινούπολη συγγενείς και συγχωριανούς τους. Οι τελευταίοι έστειλαν στον Αλή το γράμμα που ακολουθεί και, μαζί με αυτό, υποθέτουμε, και το καθιερωμένο «μπαξίσι»:

Πασιά εφέντη μ’ σουλτανούμ

Υψηλότατε και πολυχρονεμένε ντοβετλί μερχαμετλί. Σε προσκυνούμε εμείς οι σκλάβοι σου Ζογλοπίτες Αγραφιώτες ευρισκόμενοι εις την Κωνσταντινούπολιν προσκυνούμεν και την χρυσήν σου ποδιάν φιλούμεν και τον Θεόν περικαλούμεν να σε χαρίζει ζωήν πολλήν και τιμημένην παρά τιμιότερην με το προσκυνητόν μας πρώτον σε προσκυνούμεν και δεύτερον φανερώνουμε εφέντη μου κάποιοι ματζικιώτες ήταν εις το χωριό μας εις το ζογλόπι χρόνια τριάντα και φέτος τους ζήτησαν οι χωριανοί τους να πηγαίνουν πίσω εις το χωριό τους και αυτοί επήραν το χαμπέρι πρωτίτερας όπου ήθελαν να τους σημάσουν πίσω και έφυγαν και τώρα τους γυρεύουν από το χωριό μας και τους έχουν στο χωριό και πάλι σικλέτι και τους γυρεύουν είκοσι ανθρώπους ηθέλουμε επτά(7) πουγγιά λέγουν και για τούτο περικαλούμε εμείς οι σκλάβοι σου εφέντη μ’ ντοβλετί μου να την κάμεις έτσι αυτήνη τη δουλειά έτζι να σ’ χαρίζει ο Θεός ζωήν πολλήν και τιμημένην. Οι σκλάβοι σου ολημερίς χαήρ ντοβατζήδες. Ταύτα και οι χρόνοι σου πολλοί.

1810(;) 10
Ημείς οι σκλάβοι σου ζογλοπίτες χαήρ ντοβαντζήδς προσκυνούμεν.[18]

Ανακεφαλαίωση
Το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται μόνο όταν βρεθεί μια άκρη του. Η ιστορία της παροικίας των Ζωγλοπιτών στην Κωνσταντινούπολη έγινε γνωστή χάρη στον Ιεροσολυμιτικό Κώδικα και στη μετανάστευση των Ματσουκιωτών των Ιωαννίνων στο Ζωγλόπι και την, εν συνεχεία, λαθραία αναχώρησή τους για να αποφύγουν τη δουλεία στο τσιφλίκι του Αλή πασά.

Από τον Ιεροσολυμιτικό Κώδικα του 1542-1630 αντλούμε την πρώτη πληροφορία για την ύπαρξη Ζωγλοπίτικης Παροικίας στην Κωνσταντινούπολη. Η κλωστή της ιστορίας κόβεται και την ξαναβρίσκουμε έπειτα από 280 χρόνια, το έτος 1818, χάρη στο πρόστιμο που επέβαλε ο Αλής (εφτά πουγγιά) στους Ζωγλοπίτες και στάθηκε αφορμή για τη μεσολάβηση των συμπατριωτών τους της Κωνσταντινούπολης («Πασιά, εφέντη μ’, σουλτανούμ»). Άλλες γραπτές πληροφορίες προς το παρόν δεν έχουμε, εκτός από μια ατεκμηρίωτη πληροφορία, ότι η παλαιά εκκλησία του Ζωγλοπιού (Ραχούλας) χτίστηκε το έτος 1852 με χρήματα που προέρχονταν από την εκποίηση κληροδοτήματος (χάνι) Ζωγλοπίτη της Κωνσταντινούπολης [19]. Μια παροικία όμως που άντεξε περισσότερα από 280 χρόνια, πρέπει να ήταν πολυμελής και ακμαία με αρκετές συντεχνίες. Περισσότερο φως ελπίζουμε ότι θα χυθεί μετά τη δημοσίευση των Αρχείων του Αλή πασά, που αναμένεται.

Βιβλιογραφία

  • Αντωνίου Ευριπίδη: « Ο Αλή πασάς και οι κλέφτες της Ρούμελης». Αθήνα 2000
  • Γιαννακοπούλου Ελένη: « Η Ευρυτανία κατά τους επαναστατικούς και μετεπαναστατικούς χρόνους ( 170 χρόνια από το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ) ». Εισήγηση σε συνέδριο, 1995
  • Γριβέλλα Λάμπρου: «Το γεφύρι στα Χτίσματα». « Ζωγλοπίτικα Χρονικά», φύλλο 42
  • Γριβέλλα Λάμπρου: « Πασιά, εφέντη μ’, σουλτανούμ». «Ζωγλοπίτικα Χρονικά», φύλλο 44
  • Γριβέλλα Λάμπρου: « Ζωγλοπίτικη Παροικία Ζωγλοπιπών στην Κωνσταντινούπολη το 1550», « Ζωγλοπίτικα Χρονικά», φύλλο 58
  • « ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», τομ. 49, σελ. 129 κ.ε.
  • Καλούσιου Δημητρίου: « Το Ματσούκι Ιωαννίνων». Τομ. Ι, σελ. 43 κ.ε.

[1] Αντωνίου Ευριπίδη: « Ο Αλή πασάς και οι κλέφτες της Ρούμελης»
[2] Ευρ. Αντωνίου ο.π., σελ. 31-32. Δ. Λουκοπούλου: «Στ’ Άγραφα» (1934), σελ. 61
[3] Ελένη Γιαννακοπούλου: Εισήγηση σε συνέδριο: « Η Ευρυτανία κατά τους επαναστατικούς και μετεπαναστατικούς χρόνους ( 170 χρόνια από το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη)». Έγγραφο 4, φάκελος 2.
[4] Δημ. Καλούσιος: « Το Ματσούκι Ιωαννίνων», τ. Ι, σελ.43.
[5] Δημ. Καλούσιος ο.π.
[6] Δημ. Καλούσιος, ο.π. σελ. 46. Λαμπρίδου, Λήκ, Αραβαντινού, Σιμόπουλου, Τσοποτού.
[7] Δημ. Καλούσιος, ο.π. σελ. 46,47. Ληκ Δ, 10 (1809).
[8] Δημ. Καλούσιος, ο. π. σελ. 47-49.
[9] Απογραφή τουρκικής διοίκησης 1454
[10] Θ.ΗΜ. τ. 25, σελ. 129-154 και « Ζωγλοπίτικα Χρονικά», φ.3, Ιούλιος 1987
[11] Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού Επιστολές. Έκδοση Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλονίκης. Γριβέλλας- Καραγιάννης- Κίσσας- Ντόλκερας: « Η ΡΑΧΟΥΛΑ» Ιστορία-Λαογραφία- Πολιτισμός, και «Ζωγλοπίτικα Χρονικά» αριθ. Φ. 19, Ιούλιος 1987
[12] « Θεσσαλικό Ημερολόγιο» (Θ.ΗΜ.), τόμος 49, σελ. 129 κ.ε.
[13] Λάμπρου Γριβέλλα: « Η Ραχούλα…», σελ. 27.
[14] Βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο
[15] Βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο. Έγγραφο (μουγουρντί) του Αλή ( 20 Μαρτίου 1818)
[16] Βλέπε ολόκληρο το «μπουγιουρντί» σε προηγούμενο κεφάλαιο.
[17] Το πουγγί ως νομισματική μονάδα είχε πεντακόσια γρόσια, ήτοι πέντε τουρκικές λίρες. Τα 7 πουγγιά ήταν 35 τουρκικές λίρες.
[18] Το έγγραφο της επιστολής κατατέθηκε από την καθηγήτρια του Πάντειου Πενεπιστημίου Ελένη Γιαννακοπούλου, ως προσάρτημα της εισήγησής της στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1995 στο «Ελληνικό Κέντρο Πολιτικών Ερευνών» του Πάντειου Παν/μίου, με θέμα: « Η Ευρυτανία κατά τους επαναστατικούς και μετεπαναστατικούς χρόνους ( 170 χρόνια από το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη)». Η χρονολογία του εγγράφου (1810) ασφαλώς είναι λανθασμένη – ίσως το λάθος να έγινε κατά την αντιγραφή, αφού η διαταγή του Αλή για την υποχρεωτική παλι(ν)νόστηση των Ματσουκιωτών στο χωριό τους εστάλη στις 20 Μαρτίου 1818.
[19] Καραγιάννη Βασίλη: « Η Ραχούλα», σελ. 159.