Λεν’ πως τα χρόνια τα παλιά σ’ αυτά τα μέρη,
κάτω απ’ τις τσιούκες τις ψηλές, στα βράχια,
έστησε ο φοβερός ο δράκος το λημέρι
κι ως μούγκριζε, τον τρέμανε βουνά και καταράχια.

Και λέν’ ακόμα ιστορίες για το δράκο:
Στη σκοτεινή την τρύπα κατηφόριζε
κι έβγαινε κάτω, στο Βελέσι, σ’ ένα βράχο
και από κει τον κάμπο τον πλατύ εθώριζε.

Αντριέψαν, λέει, κάποτε οι ανθρώποι του χωριού
κι όταν ο δράκος έλειπε, μια βροχερή ημέρα,
έκλεισαν τη δρακότρυπα, με πέτρες του βουνού
και το χωριό μας γλίτωσε την τρομερή φοβέρα.

Όμως, καθώς εσκύβανε στην τρύπα του θεριού
κι απά’ στη βια τους να πετύχουν την παγίδα,
μέσα βαθιά της έπεσε ο σπόρος του καλού
και από τότε στο χωριό εθέριεψε η τσουκνίδα.

Μα, ας λέν’ ο δράκος χάθηκε και γλίτωσε η γενιά μας.
Θαρρώ, πως κάποιες νύχτες βγαίνει στο φεγγάρι,
σαν ξωτικό, σαν ίσκιος το Γενάρη
και λαίμαργος καταβροχθίζει τα όνειρά μας.


του Λάμπρου Γριβέλλα