Τον μπαρμπα-Κώστα τον γνώρισα όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, περί το 1950. Λίγο σκυφτός από τα γεράματα, κατηφόριζε από το σπίτι του
με αργό βήμα, ακουμπώντας στο μπαστουνάκι του, και άραζε έξω από το καφενείο, στον ήλιο, πίνοντας τον καφέ του. Το οπτικό του πεδίο ανίχνευε όλο το χώρο της πλατείας και τους γύρω δρόμους και το αυτί του δόγα να πιάνει τους ψίθυρους από τα διπλανά τραπέζια. Δεν ήταν να περάσει γνωστός και να μην τον ρωτήσει για τη υγεία του, για την οικογένεια, για τις δουλειές του. Τον ξένο τον καλούσε κοντά του, του πρόσφερε καφέ και ύστερα, με έντεχνο τρόπο, άρχιζε την …ανάκριση. Από πού είναι, ποιος αέρας τον έφερε ως εδώ, τι οικογένεια έχει, τι δουλειά κάνει…
Ιδιαίτερη αδυναμία είχε σε εμάς τους μαθητές. Η ανάκριση γινόταν με απαράμιλλη τέχνη:
-Έλα εδώ, παιδί, κάτσε να σε κεράσω ένα λουκούμι και να μου πεις τα νέα σου. Πώς τα πας στα μαθήματα, έχεις ζεστό δωμάτιο, τρως καλά, σαν αδύνατο σε βλέπω, μήπως γλυκοκοιτάζεις τα κορίτσια και παραμελείς τα μαθήματά σου; Βρήκα τον πατέρα σου τις προάλλες και μου είπε ότι με δυσκολία τα βγάζει πέρα. Κοίταξε εσύ να διαβάζεις, να τον ξελασπώσεις κι’ αυτόν τον κακομοίρη…
Ο μπαρμπα-Κώστας ο Τσούτσουρας γεννήθηκε στο Ζωγλόπι το 1883, όπως γράφουν τα Μητρώα Αρρένων της κοινότητας. Διορίστηκε ταχυδρόμος περί το 1905 και επί σαράντα περίπου χρόνια, πότε πεζός και πότε με το γάιδαρό του, έφερνε γύρω τα χωριά του Δήμου Ιτάμου. Πολλά και διασκορπισμένα τα χωριά, μεγάλες οι αποστάσεις, ανύπαρκτοι οι δρόμοι κι ο μπαρμπα-Κώστας, σε συνεννόηση με την υπηρεσία του, κανόνισε να τα επισκέπτεται δυο φορές τη βδομάδα το καθένα. Χώρισε δηλαδή τα χωριά σε τρεις ομάδες: Τη Δευτέρα: Καταφύγι,Τετάγι, Καστανιά. Την Τρίτη: Μαστρογιάννη, Απιδιά, Βελέσι και την Τετάρτη: Σέκλιζα, Μπόσκλαβο. Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο επαναλάμβανε τα ίδια πάλι δρομολόγια. Είχε υπολογίσει τις αποστάσεις που διάνυσε ως ταχυδρόμος και έλεγε ότι έκαμε τρεις φορές το γύρο της γης!
Στον καιρό του ο ταχυδρόμος ήταν σημαντικό πρόσωπο για την κοινωνία των χωριών μας. Ήταν ο άνθρωπος που ερχόταν από τον …πολιτισμό. Εκείνος, μαζί με τις επιστολές, τις επιταγές και τα δέματα, έφερνε και όλες τις ειδήσεις, τις καλές και τις κακές. Τι συνέβη στο διπλανό χωριό, στην πόλη και στον κόσμο όλο. Άλλη επαφή με τον έξω κόσμο, εκτός απ’ αυτόν, δεν υπήρχε. Σε καιρό πολέμου η θέση του ταχυδρόμου γινόταν πολύ δύσκολη, γιατί ζούσε από κοντά τη λαχτάρα του γονιού, του αδερφού, της γυναίκας και της αρραβωνιαστικιάς του στρατιώτη, που περίμεναν γράμμα από το μέτωπο. Ο μπαρμπα-Κώστας έπρεπε για τον καθένα να βρει λίγες λέξεις παρηγορητικές.
-Υπομονή, κυρά Μαριγώ, την άλλη φορά θα έρθει γράμμα και για σένα, υπομονή!
Και όταν έρχονταν εκείνα τα γράμματα με το μαύρο περιθώριο, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Πώς να παραδώσει αυτό το γράμμα στη χαροκαμένη μάνα; Πώς να την παρηγορήσει;
Ο μπαρμπα-Κώστας ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος και, το πιο σημαντικό, ποτέ δε βιαζόταν να τελειώσει τη διανομή και να επιστρέψει βιαστικά στο σπίτι του. Είχε συνάψει φιλίες με όλους τους κατοίκους του Δήμου Ιτάμου και όλοι τον καλοδέχονταν. Στο δρόμο έπιανε κουβέντα με το διαβάτη, με το βοσκό, με το ζευγολάτη, με τον ξωμάχο. Ξεκουραζόταν σε κάθε αγροικία που συναντούσε και οι άνθρωποι τον καλοδέχονταν και του πρόσφεραν καφέ και ό,τι τελοσπάντων είχε το φτωχικό τους, αν και ο μπαρμπα-Κώστας ήταν λιτοδίαιτος.
Από την επικοινωνία του, μια ολόκληρη ζωή, με τόσο κόσμο, αποθησαύρισε τη λαϊκή σοφία των χωριών μας και στη μνήμη του διατήρησε πολλά από τα γεγονότα που του έτυχαν στην μακρόχρονη καριέρα του. Πολλά από αυτά, τα περισσότερα ευτράπελα, μας διηγούνταν στα γεράματά του.
Κάποτε ήρθε στο τραπέζι που καθόμασταν ένας κτηνοτρόφος και ρώτησε το μπαρμπα-Κώστα, αν νοικιάζει κάποιο λιβάδι που είχε και πόσα χρήματα ήθελε. Η απάντησή του ήταν:
-Να ρωτήσω το βράδυ και τη γριά ( τη γυναίκα του).
-Χρειάζεται να ρωτήσεις τη γριά, αν νοικιάζεις το λιβάδι, μπαρμπα- Κώστα; τον ρώτησα.
-Αλήθεια πίστεψες ότι θα ρωτούσα τη γριά; Απλά ήθελα χρόνο να σκεφτώ, μου λέει.
Πραγματικά με εντυπωσίασε η σοφή απάντησή του.
Και ένα ευτράπελο. Επιστρέφοντας, έλεγε, κάποιο βράδυ στο χωριό από ένα δρομολόγιο, στο δρόμο συνάντησε ένα μεσόκοπο ζευγάρι που γύριζε από τη δουλειά. Ο άντρας ήταν καβάλα στο μουλάρι και η γυναίκα ακολουθούσε πεζή και φορτωμένη ένα ζαλίκι ξύλα. Ο μπαρμπα-Κώστας, καθώς το συνήθιζε, μπήκε στον πειρασμό να ρωτήσει:
-Γιατί, κυρούλα, πηγαίνεις πεζή και φορτωμένη και ο αφέντης καβάλα;
– Αποσταμένη γυναίκα, μπαρμπα-Κώστα, κάνει έρωτα, αποσταμένος άντρας όμως δεν κάνει … κούκο! (Φυσικά δεν ήταν ακριβώς έτσι η απάντηση, απλώς αποδίδω το νόημα).
– Με πλήρωσε άσκημα, και κάνω και τον έξυπνο, έλεγε ο μπαρμπα-Κώστας.-