Καθώς προβάλλει το νέο έτος 2009, μαζί με τις καθιερωμένες ευχές, στο πίσω μέρος του μυαλού μας ενεδρεύει και ο προβληματισμός. Ηθελημένα ή όχι το μυαλό μας πάει πολύ πίσω. Από πού ερχόμαστε, πού πηγαίνουμε, τι μας επιφυλάσσει το νέο έτος 2009;
Είναι πράγματι θλιβερό το θέαμα που παρουσιάζουν σήμερα τα ορεινά χωριά μας –μαζί και το δικό μας- αν τα επισκεφθείς εκτός μεγάλων εορτών και κυρίως όχι τον Αύγουστο, που γεμίζουν κάπως το κενό οι ξενιτεμένοι χωριανοί. Εκεί που άλλοτε υπήρχαν σχολεία των 100 και 150 μαθητών, σήμερα συναντάς κατάκλειστες πόρτες και χορταριασμένα προαύλια. Και στα λίγα καφενεία που απόμειναν, πίνουν τον καφέ τους – σκέτο, παρακαλώ – λιγοστοί εκπρόσωποι της τρίτης ηλικίας. Οι νέοι που έδιναν άλλοτε τον τόνο της ζωής, ακολούθησαν το δρόμο της ανάγκης και μετακόμισαν στις πολιτείες.
Κάθε καλοκαίρι, οι σύλλογοι και οι Δήμοι, με αναπαραστάσεις δρώμενων της αλλοτινής ζωής, προσπαθούν να δώσουν μια χλωμή εικόνα του παρελθόντος και να μεταδώσουν μια νότα αισιοδοξίας στους εναπομείναντες. Μάταιος κόπος. Η ζωή ήδη μετακόμισε σε άλλους τόπους, υπακούοντας στα προστάγματα των καιρών. Το ερώτημα που προβάλλει είναι, αν η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιστραφεί. Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες της ιστορίας.
Ας περιοριστούμε λοιπόν στην ιστορία του χωριού μας, η οποία, αναλογικά, εκπροσωπεί όλο τον ορεινό και ημιορεινό χώρο των Αγράφων. Στη μακρινή αρχαιότητα, μέχρι και το μεσαίωνα, εποχή που η χώρα περιβαλλόταν από απέραντα δάση και ο πληθυσμός ήταν πολύ αραιός, οι μακρινοί πρόγονοί μας εγκαταστάθηκαν και έζησαν επί πολλούς αιώνες στην ευρύτερη περιοχή του Παλιοκκλησίου. Εκεί βρήκαν τις κατάλληλες συνθήκες που τους παρείχαν ασφάλεια, καλό κλίμα και καλλιεργήσιμο έδαφος. Τα μνημεία που έρχονται στο φως μαρτυρούν τη μακραίωνη παρουσία τους σε αυτόν το χώρο.
Οι καιροί όμως αλλάζουν. Στη συνέχεια ήρθαν δίσεχτοι χρόνοι. Ο πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε, επιδρομές αλλοφύλων ερήμωναν τον τόπο και οι μεγάλες επιδημίες της εποχής ( πανώλης, χολέρα, ευλογιά) αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό. Μόνη λύση, η φυγή προς τα ορεινά. Στα απέραντα πυκνά δάση του Παλιοζωγλοπιού και του Ιτάμου βρίσκουμε ακόμη λιθοσωρούς από λαξευμένες πέτρες, που μαρτυρούν την παρουσία εκεί ανθρώπινων κατοικιών σε κάποια μακρινή εποχή. Προφανώς οι άνθρωποι είχαν διασκορπιστεί στα δάση για να προφυλάσσονται από τις επιδημίες και τους επιδρομείς και να έχουν αρκετό βοσκήσιμο χώρο για τα κοπάδια τους, από τα οποία αποζούσαν. Όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν –εικάζεται κατά την εποχή της σερβοκρατίας ( 1300-1400 μ.Χ.) – οι διασκορπισμένες αγροικίες και μικροοικισμοί συμπτύχθηκαν στο σημερινό Παλιοζωγλόπι, του οποίου η μόνιμη οικιστική περίοδος λήγει περί το 1840-1850 μΧ.
Λόγοι ασφάλειας και περισσότερο βιοποριστικοί, ανάγκασαν τους κατοίκους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν πληθυνθεί, να μετοικήσουν βορειότερα, στη σημερινή Ραχούλα, όπου βρήκαν πρόσφορα εδάφη για τη δημιουργία ποικίλων καλλιεργειών (αμπέλια, κήποι, δημητριακά), ενώ παράλληλα εκμεταλλεύονταν και τα εδάφη του παλαιού χωριού, με ξύλευση, βοσκή ποιμνίων, καλλιέργεια κήπων και παραθέριση των οικογενειών το καλοκαίρι που το κάτω χωριό υπέφερε από έλλειψη πόσιμου νερού.