«Θέρος, τρύγος, πόλεμος»
Αγώνας και αγωνία για το ψωμί της χρονιάς. Ημιορεινός ο τόπος, λιγοστά τα καρπερά χωράφια, πλαγιές τα πιο πολλά σπέρνονταν με σιτάρι, βρώμη, κριθάρι κι ό, τι γίνει… Λιπάσματα λίγοι χρησιμοποιούσαν προπολεμικά, ήταν και οι ποικιλίες όψιμες και τ’ αφάνιζε ο λίβας.
Μέσα Ιουνίου θέριζαν οι χωριανοί τη λιγοστή σοδειά τους. Γυναίκες και κοπέλες με τις κάτασπρες μπαμπακέλες ολημερίς στο λιοπύρι να θερίζουν με το δρεπάνι κι οι άντρες ξωπίσω να κάνουν τα δεμάτια, να τα δένουν με καλαμιά βρεμένης βρίζας κι ύστερα να τα στήνουν τριαριές μέσα στο θερισμένο χωράφι.
Τελειώνοντας ο θέρος, άρχιζε το κουβάλημα στ’ αλώνια. Πιο πολύ, δουλειά των μαθητών γυμνασίου που αυτή την εποχή βρίσκονταν σε διακοπές. Μουλάρια, γαϊδούρια κι άλογα, όλα σε … γενική επιστράτευση για να μεταφερθεί το θερισμένο σιτάρι στ’ αλώνια, όσο γίνεται πιο σύντομα, μη χαλάσει ο καιρός και καταστραφεί η σοδειά. Τρία δεμάτια από κάθε μεριά και μια πέτρα εφεδρική, για να τοποθετηθεί αναλόγως, αν γείρει το φόρτωμα. Ατέλειωτο πηγαινέλα ολημερίς μέσ’ από μονοπάτια και χαντάκια και να ‘χεις το νου σου μην πιαστούν τα δέματα στους θάμνους και τιναχτεί το σιτάρι. Τελοσπάντων, κάποτε τελείωνε κι αυτό το βάσανο και το σιτάρι γινόταν θημωνιά κοντά σε κάποιο από τα πολλά αλώνια του χωριού.
Πριν από τον πόλεμο του ’40 αλωνιστική μηχανή δεν ερχόταν στο χωριό. Αναγκαστικά το θερισμένο σιτάρι συγκεντρωνόταν στ’ αλώνια του χωριού, που ήταν αρκετά και βρίσκονταν σε υπερυψωμένες τοποθεσίες, ώστε να τα πιάνει το βραδινό αεράκι που κατέβαινε από το βουνό. Εμείς αλωνίζαμε πότε στο αλώνι του Πάνου που ήταν στο βορειότερο μέρος του χωριού και του Ραφτομαχαλά και πότε στο αλώνι του Πατσιούρη. Υπήρχαν και ένα – δυο αλώνια στρωμένα με πλάκα, τα πετράλωνα, τα «μαρμαρένια αλώνια» των ακριτικών τραγουδιών, αλλά τα περισσότερα αλώνια του χωριού μας είχαν χωμάτινο δάπεδο και, για να μη χωματίζεται το σιτάρι, οι γυναίκες άλειβαν την επιφάνεια του αλωνιού με κοκκινόχωμα ανάμεικτο με βουνιά αγελάδας.
Αφού λύνονταν τα δεμάτια και απλωνόταν το θερισμένο σιτάρι ομοιόμορφα στο αλώνι, άρχιζε ο αλωνισμός. Οι χωριανοί μας αλώνιζαν, κατά κανόνα, με τη δοκάνη, που την έσερναν ένα ή δύο μουλάρια ή άλογα. Η δοκάνη που χρησιμοποιούσαν είχε μεταλλικά δόντια, υπήρχαν όμως και δοκάνες με δόντια από σκληρή πέτρα (στουρνάρι). Έζευαν τα ζώα στη δοκάνη, αφού πρώτα τους περνούσαν φίμωτρο για να μην απασχολούνται με τη βοσκή, καθόταν επάνω και ο αλωνιστής για να προσθέτει βάρος και, καθώς το καμουτσίκι σφύριζε στον αέρα, τα ζώα έσερναν τη δοκάνη με αρκετή ταχύτητα κυκλικά στο αλώνι, αμέτρητες ώρες, συνήθως από το πρωί ως αργά το απόγευμα, ώσπου να ξεχωρίσει το σιτάρι από το άχυρο. Εμείς τα παιδιά τρελαινόμασταν ν’ ανεβούμε στη δοκάνη για μερικές βόλτες!
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ο αλωνισμός γινόταν με τα πόδια των αλόγων. Εκείνο το αλώνι είχε στο κέντρο του ένα στερεό στύλο, απ’ όπου δένονταν τα ζώα, έτσι ώστε το μήκος του σκοινιού να ισούται με την ακτίνα του αλωνιού, περίπου δέκα μέτρα. Έδεναν από το στύλο 3-4 ζώα και τα βίαζαν με το καμουτσίκι να γυρίζουν στο αλώνι, έτσι, ώστε με το ποδοβολητό τους να χωρίζουν το καρπό και να συντρίβουν την καλαμιά. Τέτοια ζώα είχαν συνήθως οι σαρακατσάνοι, που αυτή την εποχή βρίσκονταν στα βουνά και κατέβαιναν στ’ αλώνια, με αμοιβή σε σιτάρι.
Αφού τελείωνε ο αλωνισμός, ξεζεύονταν τα ζώα και αφήνονταν ελεύθερα για να ξεκουραστούν από την κοπιαστική δουλειά. Νέο βάσανο για τους νοικοκυραίους άρχιζε τώρα. Το αλωνισμένο σιτάρι έπρεπε να συγκεντρωθεί σε σωρό (λαμνί) στο κέντρο του αλωνιού. Αυτή η εργασία γινόταν με ειδικά ξύλινα φτυάρια και συμπληρωνόταν με σκούπισμα, το οποίο γινόταν με φρόκαλα ( είδος κατάλληλου χόρτου που φρόντιζαν να έχουν συλλέξει από πριν). Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι σε όλες αυτές τις εργασίες του αλωνισμού λάβαινε μέρος όλη η οικογένεια: μικροί μεγάλοι, παιδιά σκυλιά!
Τώρα πλέον, ερχόταν η ώρα της ξεκούρασης. Η οικογένεια συγκεντρωνόταν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, απολάμβανε το δροσερό σκορδάρι, δροσιζόταν, και οι μεγάλοι ξάπλωναν στη σκιά, ως το βραδάκι. Όλων η προσοχή ήταν στραμμένη προς το βουνό, πότε θα φυσήξει ν’αρχίσουν το λίχνισμα. Με το πρώτο φύσημα του αέρα, συναγερμός! Τα ξύλινα φτυάρια πετούσαν στον αέρα το αλωνισμένο σιτάρι, κι εκείνος άφηνε το βαρύ καρπό να πέσει κάθετα, ενώ παράσερνε το ελαφρό άχυρο δυο τρία μέτρα πιο πέρα. Αυτή η πολύ κοπιαστική εργασία συνεχιζόταν ως τα μεσάνυχτα κι ακόμα πιο αργά, ώσπου να λιχνιστεί όλο το λαμνί. Για τη νοικοκυρά υπήρχε εργασία και την επόμενη μέρα. Έπρεπε να κοσκινίσει με ειδικό κόσκινο, το δερμόνι, τα σκύβαλα. Αυτά ήταν αδύναμοι σπόροι, ανάμεικτοι με άγανο, που έπεφταν μεταξύ σιταριού και άχυρου. Με το κόσκινο ξεχώριζε όσο σιτάρι ήταν δυνατό και το υπόλοιπο γινόταν τροφή για τις κότες.
Οι εργασίες του αλωνισμού κρατούσαν από 10 ως 15 μέρες, γιατί ένας μέσος νοικοκύρης είχε να κάμει 4 και 5 αλώνια. Ήταν ίσως η πιο κοπιαστική εργασία του γεωργού που απασχολούσε όλη την οικογένεια, γι’ αυτό και την παρομοίαζαν με τον τρύγο , ακόμα και με τον πόλεμο: «Θέρος, τρύγος, πόλεμος». Ούτε φαίνεται υπερβολική η κυπριακή παροιμία που λέει: « Βόδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα, και νιος να μην εθέριζε, ποτέ του δεν εγέρνα».
Η μεταφορά του καρπού γινόταν με τα ζώα. Σ’ αυτό δεν κουράζονταν και πολύ, γιατί οι νοικοκυραίοι που έπαιρναν σ’ αλώνια το ψωμί της χρονιάς μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο πολύς κόσμος είναι ζήτημα αν έπαιρνε το ψωμί 3-4 μηνών. Από εκεί και πέρα το λόγο είχε το καλαμπόκι. Μεγάλος μπελάς ήταν η μεταφορά του άχυρου στον αχυρώνα. Αυτό μεταφερόταν με τα βριζόνια. Τα βριζόνια ήταν μεγάλα δικτυωτά που τα γέμιζαν με άχυρο, το συμπίεζαν όσο μπορούσαν και τα φόρτωναν στο ζώο, ένα από κάθε μεριά. Αργότερα χρησιμοποίησαν ορθογώνιες ξύλινες κατασκευές σε σχήμα μπάλας και μετά τον πόλεμο μηχανές που λειτουργούσαν με την ανθρώπινη δύναμη (μανέλα).
Αφού τελείωναν όλες οι παραπάνω εργασίες, μπρος πίσω του Αϊλιώς, άρχιζε η μεταφορά των οικογενειών – συνήθως γέροντες και παιδιά – στο Παλιοζωγλόπι για κρύο νερό!
Του Λάμπρου Γριβέλλα