Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 οι χωριανοί άρχισαν – λίγοι στην αρχή, περισσότεροι αργότερα – να βγαίνουν το καλοκαίρι για ξεκαλοκαιριό στο Παλιοζωγλόπι, όπως γινόταν και προπολεμικά. Από το ’60 και μετά οι παραθεριστές πολλαπλασιάστηκαν, έρχονταν μάλιστα εκεί και ξένοι με τις οικογένειές τους.
Το πρόβλημα ήταν ο δρόμος. Είχε γίνει η διάνοιξη του καινούργιου δρόμου, αλλά παρέμενε χωματόδρομος, γεμάτος πέτρες και λακκούβες, βατός μόνο από φορτηγά και αγροτικά, που και εκείνα λιγοστά ήταν. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών το μετέφεραν χωριανοί αγωγιάτες. Εγώ έλυσα το πρόβλημα με ένα μοτοσακό ZUDAP. Ήταν το πρώτο μοτοσακό που ήρθε στη Ραχούλα. Το δίτροχο είχε την ικανότητα να «διαλέγει» δρόμο ανάμεσα στις πέτρες, αλλά και πάλι πάθαινε πολλές αβαρίες και ήταν πολύ δύσκολο να μεταφέρεις ευπαθή τρόφιμα. Κάποτε μετέφερα ένα καλάθι με ντομάτες, αλλά, όταν έφτασα στο Παλιοζωγλόπι, μέσα στο καλάθι είχαν μείνει μόνο οι φλούδες! Άλλη φορά πάλι, θυμάμαι ότι μετέφερα μια σακούλα με σαρδέλες. Την είχα δέσει καλά, αλλά από τα σκαμπανεβάσματα η σακούλα τρύπησε και, σε κάθε τράνταγμα, πεταγόταν και από μια σαρδέλα και έσπειρα το δρόμο με σαρδέλες! Όταν έφτασα δεν είχε μείνει καμιά! Αυτή ήταν η κατάσταση τότε.
Η ζωή στο Παλιοζωγλόπι ήταν ειδυλλιακή. Το εγκαταλειμμένο χωριό που ζωντάνευε μόνο το καλοκαίρι, ήταν πνιγμένο στο πράσινο. Όπου κι αν έριχνες το βλέμμα δεν έβλεπες ούτε μια σπιθαμή χώμα. Οι κήποι ολάνθιστοι, στους φράχτες θέριευαν τα βούζια και οι αφροξυλιές(Φροξυλιές, στην τοπική διάλεκτο) και οι τρεις βρύσες με το κρουσταλλένιο νερό τους ξεδιψούσαν και ανακούφιζαν τους τυραννισμένους από την ανυδρία Ραχουλιώτες.
Οι παραθεριστές ήταν στην πλειονότητά τους υπάλληλοι και συνταξιούχοι, και εκείνο που τους στενοχωρούσε περισσότερο ήταν η έλλειψη κάποιου καφενείου –έστω και υποτυπώδους- για να συγκεντρώνονται, να σπάζει η μονοτονία. Δεν άργησαν να βρουν τη λύση. Το πρωί συγκεντρώνονταν στο προαύλιο της Παναγίας, που είχε πολλή δροσιά· εκεί, καθισμένοι στα πέτρινα πεζούλια, συζητούσαν, έλεγαν ιστορίες οι …ειδικοί, και έπαιζαν καμιά πρέφα ή κοντσίνα και ξερή. Η βρύση της Σταύραινας είχε ήδη μεταφερθεί από τον όχτο στην αυλή της Παναγίας, και τα κρύα νερά της σιγοτραγουδούσαν προκλητικά για τους διψασμένους. Το απόγευμα η παρέα συγκεντρωνόταν στο απόσκιο του Σουλιώτη και συνήθως το έστρωναν στην πρέφα, ενώ το βραδάκι ανέβαιναν πιο πάνω στο υψωματάκι, εκεί που παλιά ήταν το σπίτι του Τριγγέτα. Από τη θέση εκείνη είχε θαυμάσια θέα προς τον κάμπο, αλλά και δροσερό αεράκι. Καθισμένοι στις μεγάλες πέτρες έναν κύκλο, συζητούσαν ώσπου να πέσει το σκοτάδι. Θυμάμαι τους πιο πολλούς από την παρέα εκείνη, αλλά φοβάμαι κιόλας ότι θα λησμονήσω κάποιους. Ήταν ο Μήτσιος Μήτρας –ψυχή της παρέας- ο Μήτσιος Νάκος (ο χορτοφάγος),ο Κώστας Ντίνος, ο Χρήστος Ξυδιάς, ο Γιώργος Ντόλκερας, ο Βασίλης Σιώκος, ο Φάνης Νάκος, ο δάσκαλος Γιάννης Βασιλάκος, ο Λάμπρος Λέκκας, ο Βαγγέλης Αλεξανδρόπουλος, που μας τραγουδούσε με στεντόρεια φωνή παλιές άριες και φυσικά, η αφεντιά μου. Αυτοί ήταν οι …μόνιμοι, αλλά έρχονταν και άλλοι περιστασιακοί. Τα θέματα των συζητήσεων ήταν πολλά και διάφορα, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και την ικανότητα καθενός που έπαιρνε το λόγο. Άλλοι διηγούνταν γεγονότα από τη στρατιωτική τους ζωή και τον πόλεμο, άλλοι ιστορίες του χωριού και άλλοι άλλα, ακόμα και σενάρια ελληνικών ταινιών. Στο τελευταίο είδος ο Λάμπρος Λέκκας ήταν απαράμιλλος. Όταν διηγούνταν την υπόθεση κάποιας ταινίας, ήταν τόσο παραστατικός, που έφερνε τη σκηνή μπροστά σου! Εκείνο που είχε αποκλεισθεί ήταν η πολιτική. Ποτέ δεν γινόταν πολιτική συζήτηση, διότι η κατάσταση δεν είχε ακόμη πλήρως ομαλοποιηθεί και καθένας –κυρίως οι αριστεροί- απόφευγε να εκδηλωθεί. Άλλωστε στην παρέα εκπροσωπούνταν όλες οι …παρατάξεις: Δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι. Παρά ταύτα δεν έλειψαν και οι κακόβουλοι που διέδιδαν ότι εκεί γίνεται …κομμουνιστική καθοδήγηση! Κανείς όμως δεν τους έπαιρνε σοβαρά.
Φυσικά, στα τρία πανηγύρια του Παλιοζωγλοπιού- Αϊ-Λιά, Αγίας Παρασκευής και Παναγίας- όλο το χωριό, «συν γυναιξί και τέκνοις» συνεόρταζε. Παρακολουθούσε με ευλάβεια τη Λειτουργία και την Αρτοκλασία στο προαύλιο και έπειτα ξεχύνονταν στα πέριξ, έψηναν το μανάρι, έτρωγαν, έπιναν και το έστηναν στο χορό.
Δεν θυμάμαι, αν ήταν το ’61 ή το ’62, όταν, μαζί με το Μήτσιο Μήτρα –στενό συγγενή της γυναίκας μου- που κατοικούσαμε δίπλα δίπλα στο Βαρκό, αγοράσαμε από τη δημοπρασία που γινόταν για τα τάματα των κτηνοτρόφων στην Αγία Παρασκευή, όπως συνηθιζόταν κάθε χρόνο ανήμερα της γιορτής της, («Άλλος για το κατσίκι τς Αγίας Παρασκευής!») ένα κατσίκι, με σκοπό να το θρέψουμε και να το θυσιάσουμε περί το τέλος του καλοκαιριού. Εγώ το εύρισκα πολύ αδύνατο και είχα αντιρρήσεις, αλλά ο Μήτσιος επέμενε. Δεν πειράζει, είπε, δυο οικογένειες θα το ταΐζουν ένα καλοκαίρι και θα παχύνει. Το κατσίκι εκείνο το ονομάσαμε Παρασκευά.
Ο Παρασκευάς καλοπερνούσε. Όλοι τον τάιζαν στη χούφτα. Τι πίτουρα, τι ψωμιά, τι αποφάγια από δυο οικογένειες, τι κλαριά αντιλοΐσια (*), ό,τι τραβούσε η όρεξή του. Κάθε τόσο ο Μήτσιος έπιανε τα πλευρά του και τον ψαχούλευε. Δεν «πήρε» ακόμα, έλεγε. Ταΐστε τον κι άλλο! Ο καιρός περνούσε, κόντευε να τελειώσει το καλοκαίρι, αλλά ο Παρασκευάς, λες και καταλάβαινε για ποιο σκοπό τον ταΐζαμε, δεν εννοούσε να πάρει ούτε δράμι! Φαίνεται πως ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε να μας εκδικηθεί για το τέλος που του ετοιμάζαμε.
Η παρέα εκείνη, μετά το ’65 άρχισε να φθίνει. Οι περισσότεροι ακολούθησαν τα παιδιά τους, που είχαν ήδη μεγαλώσει και σπούδαζαν, άλλοι έτσι κι άλλοι αλλιώς, τελικά σκορπιστήκαμε. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις των ολίγων επιζώντων.-
(*) αντιλοΐσια: διάφορων ειδών-λογιών, εκλεκτά
του Λάμπρου Γριβέλλα, Μάϊος 2014